Η πιο φοβερή και η πιο ανεξιχνίαστη δύναμη στον κόσμο είναι ο Χρόνος, ο Καιρός. Καλά-καλά τι είναι αυτή η δύναμη δεν το ξέρει κανένας, κι όσοι θελήσανε να την προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Το μυστήριο του Χρόνου απόμεινε ακατανόητο, κι ας μας φαίνεται τόσο φυσικός αυτός ο Χρόνος. Τον ίδιο τον Χρόνο δε μπορούμε να τον καταλάβουμε τι είναι, αλλά τον νοιώθουμε μοναχά από την ενέργεια που κάνει, από τα σημάδια που αφήνει πάνω στην πλάση. Η μυστηριώδης πνοή του όλα τ’ αλλάζει. Δεν απομένει τίποτα σταθερό, ακόμα κι όσα φαίνονται σταθερά κι αιώνια. Μια αδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει όλα τα πάντα, μέρα-νύχτα, κι αυτή την άπιαστη και κρυφή κίνηση δε μπορεί να τη σταματήσει καμμιά δύναμη. Τούτο το πράγμα που το λέμε Χρόνο, το έχουμε συνηθίσει, είμαστε έξοικειωμενοι μαζί του, αλλιώς θα μας έπιανε τρόμος, αν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε καλά τι είναι και τι κάνει. Όπως είπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αιώνες αιώνων, αδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι όλα τ’ αλλάζει με μία καταχθόνια δύναμη, άπιαστος, αόρατος, ανυπάκουος, τόσο, που να τον ξεχνά κανένας και να θαρρεί πως δεν υπάρχει, αυτός που είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει και που δε μπορεί η διάνοιά μας, με κανέναν τρόπο, να καταλάβει πως κάποτε δεν θα υπάρχει, πως θα καταστραφεί, πως θα λείψει. Πως, αφού αυτό το «κάποτε» είναι ο ίδιος ο Χρόνος; Πώς μπορεί να φανταστεί κανένας πως κάποτε θα πάψει να υπάρχει αυτό το ίδιο το «κάποτε»;
Αν λείψει ο Χρόνος θα λείψουνε όλα τα πάντα. Αυτός τα γεννά, κι αυτός πάλι τα λυώνει, τα κάνει θρύψαλα, και τα εξαφανίζει. Γι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες λέγανε στη Μυθολογία τους πώς ο Κρόνος, δηλαδή ο Χρόνος, έτρωγε τα παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορά και θάνατος είναι τ ακατάπαυστα έργα του. Ενώ βρίσκεται γύρω μας, απάνω μας, μέσα μας, δεν τον νοιώθουμε ολότελα, αυτόν τον ακατανόητο άρχοντά μας, αυτόν πού είναι φίλος κ εχθρός μας, γιατί αυτός μάς φέρνει όλα τα καλά πού μάς χαροποιούνε, κι όλα τα κακά πού μάς πικραίνουνε. Μάς δίνει τη γέννηση, τη γλυκειά λέξη της ζωής, τη χαρά της νιότης, τη δύναμη της αντρείας, μάς δωρίζει παιδιά, εγγόνια, έργα λαμπρά πού μάς ξεγελούνε, κάθε λογής ευχαρίστηση κι ανάπαψη. Και πάλι, ο ίδιος μάς δίνει τις στενοχώριες, τις θλίψεις, τους πόνους, τις αρρώστειες, το απίστευτο άλλαγμα και χάλασμα του κορμιού μας και των έργων, πού κοπιάσαμε να τα κάνουμε, και στο τέλος μας ποτίζει το φαρμάκι από το ίδιο ποτήρι πού μάς πότισε το γλυκό κρασί της χαράς, δίνοντάς μας τον θάνατο, σ εμάς και στους δικούς μας.
Ω! ποιός θα πιάσει αυτόν τον κλέφτη, που μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, την ώρα που κοιμόμαστε και την ώρα που είμαστε ξυπνητοί, αδιάκοπα, χωρίς να σταματήσει μήτε όσο ανοιγοκλείνει το μάτι μας, τριγυρίζει παντού, ολόγυρά μας, μέσα μας, στο φως και στο σκοτάδι, μπαίνει σε κάθε μέρος, στον ουρανό που γυρίζουνε τ’ άστρα και στα καταχθόνια, σε κάθε στεριά και σε κάθε θάλασσα, σε κάθε τρύπα, σε κάθε ζωντανό κι άψυχο, σε κάθε αρμό του βράχου, σε κάθε καρδιά, κι όλα τα παλιώνει, τα τρίβει
σαν τη μυλόπετρα, τα κάνει σκόνη· και πάλι από την άλλη μεριά ο ίδιος φτιάνει κάθε λογής κτίσμα και κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τι που υπάρχει σε τούτον τον κόσμο!
Όπως λοιπόν όλα τα πάντα, έτσι κι εμείς οι άνθρωποι είμαστε παίγνια στα χέρια αυτού του ακαταμάχητου γίγαντα, που είναι μαζί ευεργέτης μας και τύραννός μας. Και δεχόμαστε το ποτήρι που μας κερνά με το να χέρι του και που ναι γεμάτο γλυκό κρασί, και πίνουμε, και τ’ άλλο ποτήρι που κρατά στ’ άλλο χέρι του και που έχει μέσα το πικρό φαρμάκι. Τι είναι λοιπόν αυτό το σκληρό παιχνίδι πού παίζει μ’ εμάς αυτό το τέρας, που δεν έχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα απ’ ό,τι έχουνε όσα πλάσματα γεννά και σκοτώνει, και που το παίζει δίχως να γελά, μήτε να κλαίει, αδιάφορος κι ανέκφραστος, κρύος σαν φάντασμα, αυτός ο ίδιος που ανάβει τη φλόγα της ζωής;
Αλλοίμονο! Αυτή την άσπλαχνη μυλόπετρα που τ’ αλέθει όλα στον κόσμο, τη γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, και τη φχαριστούμε για όσα μας έκανε πρίν, και για όσα θα μας κάνει ύστερα, για τα πολλά κακά που θα πάθουμε απ’ αυτή, κοντά στα λίγα καλά που θα μας φέρει και που θα μας τα πάρει βιαστικά. Εμείς είμαστε σαν τους δυστυχισμένους κατάδικους που καλοπιάνουνε τον δήμιό τους, σαν τους μονομάχους της Ρώμης που χαιρετούσανε τον Καίσαρα, πριν να σφάξει ο ένας τον άλλον, κράζοντάς του: «Χαίρε, ω Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούνε»! Έτσι, κ εμείς, χαιρετάμε τον καινούριο Χρόνο που θα μας πάει πιο κοντά στο στόμα του για να μας φάγει, και χοροπηδάμε και τραγουδάμε οι δύστυχοι, σαν τα σαλιγκάρια του Αισώπου, την ώρα που ψηνόντανε.
Τούτος ο υλικός κόσμος είναι το βασίλειο του Χρόνου, που τον κάνει ν’ ανθίζει και να μαραίνεται αδιάκοπα. Η φθορά είναι ο σκληρός νόμος που έβαλε απάνω του τούτος ο τύραννος. Μ’ αυτή την άσπαστη αλυσίδα βαστά και τον άνθρωπο, σκλάβο ανήμπορον κάτω από τα πόδια του.
Μόνο μία ελπίδα υπάρχει γι αυτόν, να γλυτώσει από τη φθορά: ο Χριστός, ο λυτρωτής, ο καθαιρέτης της φθοράς. Εκείνος που πάτησε τον θάνατο και που είπε: «ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται. Εγώ ειμι ο άρτος ο ζών, ο εκ του ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα»!
Ο απόστολος Παύλος, ο κλειδοκράτορας του μυστικού κόσμου, λέγει: «Η κτίσις υποτάχθηκε στη ματαιότητα, άθελά της, με την ελπίδα πως κι αυτή η κτίση θα λευτερωθεί από τη σκλαβιά της φθοράς, στην ελευθερία της δόξας των τέκνων του Θεού. Γιατί γνωρίζουμε, πως όλη η κτίση αναστενάζει και πονά μαζί μας ως τώρα. Κι όχι μοναχά η κτίση, αλλά κι εμείς οι ίδιοι που έχουμε το Άγιο Πνεύμα μέσα μας, αναστενάζουμε, περιμένοντας την υιοθεσία (δηλ. να γίνουμε τέκνα του Θεού), ήγουν να λυτρωθεί το σώμα μας από τη φθορά». Κι αλλού λέγει: «Αν κατοικεί μέσα σας το Πνεύμα Εκείνου που ανάστησε τον Ιησού, Αυτός που ανάστησε τον Χριστό από τους νεκρούς, θα ζωοποιήσει τα θνητά σώματά σας με το άγιον Πνεύμα, που κατοικεί μέσα σας».
Ναι. Μοναχά ο Χριστός, που είναι ο Λόγος του Πατρός και που πήρε απ Αυτόν κάθε εξουσία, θα δώσει την αφθαρσία στους αγαπημένους του, καταργώντας και τον χρόνο και τον τόπο της ύλης, από τον κόσμο της φθοράς. Να, τι λέγει ο άγιος Πέτρος γι αυτή την αλλαγή: «Ήξει δε η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί, εν η ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται».
Και στην Αποκάλυψη είναι γραμμένα τα παρακάτω λόγια για τον καινούριο κόσμο της παλιγγενεσίας: «Και νυξ ουκ έσται εκεί, και χρείαν ουκ έχουσι λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτιεί αυτούς, και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων».
του Φώτη Κόντογλου