Αποσπάσματα από απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου.
…τίθεται λοιπόν ένα κρίσιμο ερώτημα: Μπορεί να είμαστε βαπτισμένοι Χριστιανοί, όπως και οι μαθητές ακολουθούσαν τον Κύριον, να ζούμε κοντά εις τον Χριστό, να δεχόμεθα τις ευλογίες Του και ταυτόχρονα να είμεθα, άπιστοι; Αυτοί οι οποίοι εστάλησαν να κηρύσσουν το ευαγγέλιο της Βασιλείας, να κάνουν θαύματα και να διώχνουν δαίμονες οι μαθητές, για μια στιγμή βρίσκονται άπιστοι; Είναι δυνατόν στον πυρήνα της πίστεως να υπάρχει η απιστία; Έτσι φαίνεται, αγαπητοί μου. Από τα πράγματα έτσι φαίνεται. Και μπορούμε να πούμε ότι η απιστία είναι κάτι που μπορεί να κρύπτεται με ένα περίβλημα πίστεως και μάλιστα κάποτε και θερμής.
Τι είναι εκείνο το οποίο μπορεί να γεννά την απιστία; Και δια την οποία πίστη μας δεν μπορούμε να είμεθα σίγουροι. Δεν μπορούμε. Τι έκανε τον Απόστολο Πέτρο, από την μια να ομολογεί τον Κύριον ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος και από την άλλη να τον αρνείται; Εάν, άγιε Πέτρε του Θεού, άγιε Απόστολε του Θεού, Εκείνον τον οποίον ομολόγησες ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, τώρα γιατί φοβείσαι να Τον ομολογήσεις ενώπιον δυο-τριών ανθρώπων ασήμων; Για ποιο λόγο; Μήπως λοιπόν πράγματι μέσα στον πυρήνα, θα ξαναπώ άλλη μία φορά, στον πυρήνα της πίστεως, φωλιάζει η απιστία; Έτσι φαίνεται, ξαναλέγω. Τι είναι εκείνο το οποίο μπορεί να δημιουργεί τι να φωλιάζει ή να διατηρεί αυτήν την απιστίαν; Νομίζω ότι μας ενδιαφέρει όλους, γιατί όλοι θα θέλαμε να είμεθα πιστοί.
Αγαπητοί μου, το πρώτο πράγμα είναι ο ορθολογισμός μας. Τι είναι ο ορθολογισμός; Είναι αυτό που λέγει ο Κύριος σε μίαν άλλη περίπτωση· «Εάν πιστεύετε μηδέν διακρινόμενοι». «Διακρίνομαι» θα πει «έχω μίαν απιστίαν, η οποία στηρίζεται στον λογισμό μου». Αυτό θα το λέγαμε με έναν σύγχρονο τρόπο «ορθολογισμόν». Τι είναι ακριβώς ο ορθολογισμός; Ο ορθολογισμός είναι το να βάζω τα πράγματα με την δική μου λογική να τα ερμηνεύσω. Ο Κύριος είπε πιο κάτω, στην ιδίαν περικοπήν: «Ἐάν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως», δηλαδή κάτι λίγη πίστη, αλλά θερμή, «μπορείτε να πείτε σε αυτό το βουνό να φύγει από την θέση του και να πάει να πέσει στην θάλασσα και θα σας υπακούσει». Τι είναι τώρα ο ορθολογισμός; Ο ορθολογισμός είναι ο εξής: «Πώς είναι δυνατόν ένα βουνό να φύγει από την θέση του και να πάει να πέσει εις την θάλασσαν; Είναι δυνατόν ποτέ;».
Θέλετε ακόμη κάτι άλλο; Έχομε ιστορικό προηγούμενο; Εάν είχαμε ένα ιστορικό προηγούμενο, να αποπειραθούμε να το κάνομε. Μα εάν δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο, τότε γιατί; Ε, αυτό θα πει ορθολογισμός. Δηλαδή το να βάζεις όχι την εμπιστοσύνη σου στον λόγο του Θεού μπροστά, αλλά το να βάζεις τον δικό σου λογισμό, το δικό σου σχήμα της λογικής, για να ερμηνεύσεις τα φαινόμενα. Αυτό λέγεται ορθολογισμός. Δηλαδή με άλλα λόγια είναι μια αρρώστια του ιδίου του λογικού. Διότι η λογική είναι δημιούργημα του Θεού. Αλλά η λογική η ιδία, σαν δημιούργημα του Θεού, θα πρέπει να πει στον εαυτόν της: «Έχω τα όριά μου». Η ιδία η λογική πρέπει να υπαγορεύσει εις τον άνθρωπον και να του πει· αφού έχω τα όριά μου, πέραν τούτων των ορίων θα έχεις εμπιστοσύνη στην αγάπη και την δύναμη και την σοφία του Θεού. Αλλά δεν το κάνει όμως αυτό η λογική, γιατί έχει αρρωστήσει. Και αφού έχει αρρωστήσει, αυτή η λογική, έχει αρρωστήσει, υποβάλλει αρρωστημένα πράγματα. Συνεπώς ο ορθολογισμός είναι μία αρρωστημένη κατάστασις. Είναι αυτή η αρρωστημένη κατάσταση του πεπτωκότος ανθρώπου, του ξεπεσμένου ανθρώπου. Δηλαδή αυτός ο ορθολογισμός πάνω στον οποίον στηρίζεται, τρέφεται, ζει, αυξάνει γενικά ο άνθρωπος, ειδικότερα δε ο δυτικός άνθρωπος, ο άνθρωπος της Δύσεως. Τρέφεται με αυτόν τον ορθολογισμόν. Παρότι η Δύσις είναι χριστιανική, φωλιάζει μέσα στην καρδιά του δυτικού ανθρώπου αυτός ο ορθολογισμός που του γεννά την απιστία και έχομε τόσα φαινόμενα απιστίας στον δυτικόν άνθρωπον.
Είναι όμως κι άλλος λόγος, που μπορεί να δημιουργήσει την απιστία. Είναι ο διεφθαρμένος βίος. Όταν κανείς, δηλαδή, πιστεύει στον Θεό, αλλά ταυτοχρόνως ζει έναν βίον διεφθαρμένον, έναν βίον αμαρτωλόν. Έναν αμαρτωλό βίο, τον οποίον όμως αγαπά. Δεν ομολογεί. Διότι ποιος δεν είναι αμαρτωλός; Θα λέγαμε τότε, αφού είμεθα όλοι αμαρτωλοί, τότε όλοι κουτσαίνομε στην πίστη; Αναμφισβήτητα όχι. Δεν είναι η αμαρτωλότητα που ομολογώ. Δεν είναι η αμαρτωλότητα για την οποία μετανοώ και παραδέχομαι. Αλλά είναι η αμαρτωλότητα την οποία δεν παραδέχομαι· θέλω να την κρατώ για δική μου, να είναι στη ζωή μου και θα ήθελε και να την δικαιολογώ, αν θέλετε -τραγικό για τον άνθρωπο…- με το ίδιο το Ευαγγέλιο. Το Ευαγγέλιο να μου δικαιολογεί την διεφθαρμένη μου ζωή. Είναι φοβερό! Φοβερό!
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αγαπητοί μου, θα μπορούσαμε να πούμε είναι εκείνο το οποίον λέγει πάλι ο λόγος του Θεού, ο Ιωάννης το λέγει: «Τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον καί οἱ ἄνθρωποι ἠγάπησαν μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς». Λέγει εδώ: «ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ». Να η ψυχολογία του πράγματος, να η ερμηνεία του πράγματος. «Καθένας που πράττει», λέει, «το πονηρόν, πράττει τα φαύλα, μισεί το φως». Γιατί; Το μισεί διότι, εφόσον επιμένει και θέλει να επιμένει εις το να πράττει τα φαύλα, επόμενον είναι, εάν έρθει κοντά στο φως που είναι ο Χριστός, η ζωή του να ελεγχθεί, να φανερωθεί. Και τότε, εάν απ’ την μία επιμένει να ζει και απ’ την άλλη θα είναι κοντά στο φως, τότε τι κάνει; Προσβάλλεται, υποτιμάται, και για να μην υποτιμηθεί, τι κάνει; Δεν πάει στο φως. Και όχι μόνον δεν πάει στο φως αλλά και μισεί το φως. Επιτίθεται εναντίον του φωτός, να το σταυρώσει το φως, να φύγει από την μέση, δια να μην υπάρχει στοιχείον ελέγχου της συνειδήσεώς του.
Είναι φοβερή η ψυχολογία του ανθρώπου που θα ήθελε να μένει στην αμαρτία χωρίς να μετανοεί. Αυτό του δίδει την διάσταση της απιστίας. Μένει στην απιστία τελικά. Όταν θα του πεις του άλλου: «Μην πέφτεις στην ανηθικότητα», την οποία αγαπά, θα σου πει: «Και πού είναι γραμμένο αυτό;». «Μα το είπε ο Χριστός». «Το αμφισβητώ». «Πιστεύεις στον Χριστό;». «Βεβαιότατα!». «Ε, μα πώς πιστεύεις στον Χριστό, όταν αμφισβητείς τα λόγια Του;». Πιστεύω στον Χριστό σημαίνει «πιστεύω στα λόγια Του». Εδώ υπάρχει μία ασυνέπεια. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να λες «Πιστεύω» και να αμφισβητείς τον λόγον του Χριστού; Βλέπετε, ο άνθρωπος ο οποίος θέλει να μένει στην αμαρτία; Ενώ ο άνθρωπος ο αμαρτωλός που έχει μετάνοια, θα πει: «Δεν το ήξερα. Ώστε το λέγει ο Χριστός, θα αλλάξω ζωή». Αυτό είναι μία φυσιολογική ομαλή κατάστασις.
Θυμηθείτε εκείνο που λέγει ο ψαλμικός στίχος: «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός». Ποιος είναι αυτός ο ἄφρων; Είναι ο αμαρτωλός άνθρωπος ο οποίος λέγει· «Δεν υπάρχει Θεός». Ώστε σήμερα, αν υποτεθεί ότι λέμε, και το λέμε, ότι δεν υπάρχει ο Θεός, τότε τι σημαίνει; Σημαίνει δύο πράγματα. Η λέξις ἄφρων σημαίνει δυο πράγματα. Καταρχάς, κατά κυριολεξίαν θα πει ο μη έχων φρόνησιν, ο άμυαλος άνθρωπος, δηλαδή ο άνθρωπος που δεν έχει μυαλό. Λέει ότι δεν υπάρχει Θεός. Ώστε είναι αμυαλοσύνης αποτέλεσμα η αθεΐα; Ε, δεν θέλει φιλοσοφία, να το καταλάβει κανείς αυτό το πράγμα. Και το άλλο, ἄφρων θα πει εδώ και αμαρτωλός. Ώστε, εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ … Πού το είπε; «Ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ». Γιατί ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ; Διότι η καρδία, κατά τον Κύριον, είναι η έδρα των λογισμών των επιθυμιών και όλων εκείνων που κατόπιν η καρδία θα εξωτερικεύσει με πράξεις. Λέει: «Από την καρδία εκπορεύονται μοιχείες, πορνείες, κλοπές», είπε ο Κύριος.
Πολύ ωραία λέγει ο ιερός Αυγουστίνος το εξής: «Κανείς δεν αρνείται τον Θεό παρά μόνον όσοι έχουν συμφέρον να μην υπάρχει». Αλλά εκείνη η μαρτυρία που είναι πολύ αξιόλογη, είναι του αγίου Θεοφίλου Αντιοχείας, είναι του 2ου αιώνος, που λέγει στην πρώτη του επιστολή προς Αυτολύκον – φίλος του ήτο ή εικονικόν πρόσωπον, δεν ξέρομε ακριβώς- τα εξής. Αμφισβητεί αυτός ο φίλος του ο ειδωλολάτρης, αμφισβητεί διά την ύπαρξιν του Θεού, όπως τα παρουσιάζει τα πράγματα ο Θεόφιλος. Και λέγει: «Ἐὰν φῇς· “Δεῖξόν μοι τὸν θεόν σου”, κἀγώ σοι εἴποιμι ἄν· “Δεῖξόν μοι τὸν ἄνθρωπόν σου κἀγώ σοι δείξω τὸν Θεόν μου”». Είναι κλασική αυτή η πρότασις· κλασική. Ακούσατέ την. Και πολύ σπουδαία. Νομίζω συνοψίζει όσα είπαμε. «Εάν μου πεις, δείξε μου τον Θεόν σου για τον οποίον μιλάς τόσο και λες ‘’ο Θεός μου και ο Θεός μου’’· δείξε μου τον. Θα σου τον δείξω, λέγει. Θα σου τον δείξω, εάν μου δείξεις κι εσύ ποιος είσαι». «Δεῖξόν μοι τὸν ἄνθρωπόν σου». Δείξε μου ποιος είσαι, ποια είναι η ζωή σου. «Βλέπεται γὰρ Θεὸς τοῖς δυναμένοις αὐτὸν ὁρᾶν». Διότι τον Θεόν πράγματι μπορείς να τον δεις. Βλέπεται ο Θεός, οράται ο Θεός. Για εκείνους που μπορούν να Τον δουν. «Δεῖξον οὖν καὶ σὺ σεαυτόν, εἰ οὐκ εἶ μοιχός(:Δείξε κι εσύ τον εαυτό σου ότι δεν είσαι μοιχός), ἅρπαξ, ὀργίλος, φθονερός, ἀλαζών, πλήκτης, φιλάργυρος». Εάν δεν είσαι όλα αυτά, τότε δεν έχεις λόγους να πεις ότι δεν υπάρχει ο Θεός. Εάν είσαι όλα αυτά και θέλεις να μένεις σε αυτό που είσαι, τότε έχεις λόγους να λες: «Πού είναι ο Θεός;».
Και κάτι που είναι πολύ σπουδαίο ακόμα και είναι όχι ένα παράδειγμα, προσέξτε αυτό το σημείο, όχι ένα παράδειγμα, αλλά είναι μία πραγματικότης· λυπούμαι, δεν θα μπορέσω να σας την αναλύσω περισσότερο. Είναι η εξής. Λέγει: «Η ανθρωπίνη ψυχή μοιάζει με ένα κάτοπτρο, με έναν καθρέπτη. Εάν τώρα η επιφάνεια του καθρέπτου έχει σκουριά, τότε δεν μπορεί να ανακλάσει το φως». Όλα, ξέρετε, τα χαρίσματα, όλες οι θείες ενέργειες έρχονται στον άνθρωπο από τον Θεό. Η αγάπη δεν είναι παρά μία ενέργεια του Θεού, που έρχεται στον άνθρωπο. Δεν μπορεί να αγαπήσει ο άνθρωπος, εάν ο Θεός δεν στείλει την ενέργειά Του αυτή, την άκτιστη ενέργεια. Και η πίστις το ίδιο. Έχει πολλά σημεία η Αγία Γραφή που το δείχνει αυτό. Θυμηθείτε για την πίστη που μιλάμε, θυμηθείτε εκείνο που λέγει ο Χριστός: «Εάν ο Πατήρ δεν σας ελκύσει προς Εμένα, δεν μπορείτε να ‘ρθείτε σε μένα». Τι θα πει «Δεν σας ελκύσει;». Θα πει ότι πρέπει να στείλει την θεία Του άκτιστη ενέργεια που αναφέρεται στο θέμα της ελκύσεως στην πίστη. Αλλιώτικα δεν γίνεται. «Μα τότε», θα πει κάποιος, «μα τότε εγώ δεν ελκύστηκα, για να μην πιστεύω».
Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αλλά μια που μιλάω για την έλξη, επιτρέψατέ μου να χρησιμοποιήσει την μαγνητική ιδιότητα. Αδελφέ μου, εάν είσαι σίδηρος θα ελκυστείς. Εάν είσαι μπρούντζος, δεν θα ελκυστείς. Εάν είσαι αλουμίνιο, δεν θα ελκυστείς. Δεν παύει να ασκεί την ελκτική δύναμη ο μαγνήτης. Εσύ δεν έλκεσαι. Γιατί είσαι κάτι άλλο. Έτσι κι εδώ. Όταν έρχονται οι θείες ακτίνες, οι θείες άκτιστες ενέργειες, επάνω στην ψυχή να ανακλαστούν και να επανέλθουν, παν ό,τι ανακλάται, ξαναγυρίζει πίσω… τι θα πει «ανακλάται» εδώ; «Ανακλάται» θα πει, αγαπητοί μου, ότι όταν θα σου στείλει ο Θεός την ενέργεια να πιστέψεις, πρέπει να ανακλάσεις αυτήν την ενέργεια. Δηλαδή να ανταποκριθείς. Σου στέλνει την ενέργειά Του κι Εσύ πρέπει να πεις: «Πιστεύω, Κύριε». Αλλά πότε θα γίνει η ανάκλασις αυτών των θείων ακτίνων; Όταν ο καθρέπτης της ψυχής σου είναι λείος, είναι καθαρός και μπορεί να ανακλάσει. Πότε γεμίζει σκουριά; Από τις αμαρτίες, τις ηθελημένες αμαρτίες. Γιατί ο αμαρτωλός σώζεται. Μετανοεί. Αλλά τις ηθελημένες, που είναι εκεί ο εγωισμός, ο ριζωμένος στο κέντρον της ψυχής, που δεν αφήνει περιθώρια ανακλάσεως αυτής της θείας ενεργείας. Γι΄αυτό ο Κύριος είπε: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». «Ευτυχισμένοι εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό». Πώς; Είναι ό,τι σας λέγω τόσην ώρα.
Αλλά ακόμη είναι και κάτι άλλο που γεννάει, αγαπητοί μου, την απιστία. Δηλαδή στο κέντρον της πίστεως δημιουργείται το μικρόβιον της απιστίας. Ποιο είναι αυτό; Αυτό είναι… – εδώ θέλω να το προσέξετε αυτό- είναι…- θα πω μία σύγχρονη λέξη, η οποία δεν μ’ αρέσει σαν λέξη, αλλά θα την πω γιατί είναι γνωστή- είναι ο σνομπισμός. Δηλαδή να το πω Ελληνικά, η μίμησις. Αλλά η μίμησις επί αξιοθρήνητων πραγμάτων. Όχι επί σπουδαίων πραγμάτων. Το να μιμηθείς το καλό, να μιμηθείς το ωραίο, αυτό δεν λέγεται σνομπισμός. Η λέξις αυτή -ξένη είναι, όπως σας είπα- και καθιερώθηκε στην γλώσσα μας, να φανερώσει την μίμησιν επί πραγμάτων ανοήτων και που δεν διαθέτει κανείς κρίση και λογική να κρίνει αν αυτό είναι καλό ή δεν είναι καλό. Απλώς επειδή το κάνουν οι πολλοί, το κάνω κι εγώ. Ντύνεται ο άλλος σαν καραγκιόζης, θα ντυθώ κι εγώ σαν Καραγκιόζης, όχι διότι κάπως η λογική μου δεν θα μου έλεγε ότι αυτό που είναι… βγαίνω με τις πυτζάμες μου, σήμερα βγαίνουν οι γυναίκες με τις πυτζάμες τους έξω. Φοράνε κάτι παντελόνια… σαν πυτζάμες είναι· που κάποτε θα ντρεπόντουσαν να βγουν στο σαλόνι τους απ’ την κρεβατοκάμαρά τους, και βγαίνουνε στους δρόμους… Να πεις κανείς: «Βρε κυρά μου, δεν ντρέπεσαι με αυτόν τον τρόπο που βγαίνεις έξω;». Θα σου απαντήσει, αν είναι ειλικρινής: «Το καταλαβαίνω». «Γιατί το κάνεις;». «Μα όλες έτσι βγαίνουν».Άρα λοιπόν τι είναι ο σνομπισμός; Ο σνομπισμός είναι η μίμησις επί πραγμάτων που η λογική και η κρίσις έχουν ευνουχιστεί, έχουν παραμεριστεί. Είναι δυστύχημα, όταν ο άνθρωπος ενεργεί κατ΄αυτόν τον τρόπον. Ο λογικός άνθρωπος.
Ε, λοιπόν, αγαπητοί, σήμερα παρουσιάζεται το φαινόμενο και της απιστίας και της αθεΐας ευρύτατα, στον ελληνικό μας χώρο, να μην πάω πιο πέρα, μένω στον ελληνικό μας χώρο. Αν ερωτήσετε κάποιον: «Καλά δεν πιστεύεις; Εσύ ήσουνα πιστός μέχρι τώρα». Αν έχει ειλικρίνεια, θα σας πει ότι πιστεύει. Αλλά τότε γιατί μιλάει με τρόπο που σαν να δείχνει ότι είναι άθεος; Θα σας πει, αν έχει πάντα ειλικρίνεια, το ξαναλέγω, θα σας πει: «Γιατί όλοι έτσι μιλάνε». Μα δεν έχεις προσωπικότητα, άνθρωπε; Δεν έχεις ιδίαν κρίσιν; Είσαι τόσο δουλικός, ώστε να ακολουθείς το τι λέγει το σύνολο, η μάζα; Δεν έχεις δική σου κρίση; Αυτό είναι το φοβερό. Λοιπόν, στην εποχή μας, στον ελλαδικό μας χώρο, αγαπητοί μου, αυτό το φαινόμενο, αυτό το μυστήριο της ανομίας ενεργείται. Και συναγωνιζόμεθα να εμφανιστούμε ο ένας απιστότερος του άλλου, ο ένας αθεότερος του άλλου. Αυτό όμως είναι πια ένα κατάντημα αυτής της χώρας, που υπήρξε ανέκαθεν χριστιανική. Και αν θέλετε, η πίστις υπήρχε και στους προγόνους μας, που ήσαν ειδωλολάτρες. Γιατί αν δεν υπήρχε αυτή η πίστη, έστω κι αν ειδωλολάτρες ήσαν, δεν θα κτίζανε Παρθενώνες και σπουδαίους ναούς με καλλιτεχνήματα που τα θαυμάζει ο κόσμος όλος.
Τι σημαίνει; Σημαίνει ότι έχομε μαραζώσει, έχομε ξεφτίσει. Και βλέπετε την αθεΐα να κηρύσσεται παντού με τον τρόπο που σας είπα· τον σνομπισμό. Στην οικογένεια μέσα; Ω στην οικογένεια μέσα! Αρχίζει η πίστη στην οικογένεια να ατονεί και να δημιουργείται η απιστία. Δεν κάνουν πια οι άνθρωποι προσευχή. Οι γονείς δεν βάζουν τα παιδιά τους από νήπια να μάθουν να προσεύχονται, να κάνουν τον σταυρό τους στο τραπέζι, να κοινωνούν, να εξομολογούνται, να πηγαίνουν στην Εκκλησία. Στην κοινωνία έξω; Τι να πει κανείς; Τι να πει κανείς; Στα σχολεία μας; Που εκεί ακριβώς καθρεπτίζεται η αγωγή της νέας γενεάς; Κατεβάζομε τις εικόνες του Χριστού, οι δάσκαλοι και καθηγηταί μιλάνε εναντίον του Χριστού, άλλοι θα μιλήσουνε περιφρονητικότατα για τον Χριστό και άλλοι, οι κάπως ευγενέστεροι, όχι ολιγότερον δηλητηριώδεις, θα μιλήσουν για την ανθρωπίνη μόνον φύσιν του Χριστού. Έτσι βλέπετε, διαρκώς, μέσα σ’ αυτούς τους χώρους, στην οικογένεια, το σχολειό και την κοινωνία να ανθεί το φαινόμενον της αθεΐας και της απιστίας. Δεν είναι κρίμα; Δεν είναι κρίμα;
Οι Έλληνες δεν είμαστε πολλοί. Εννέα εκατομμύρια είμαστε. Αν αγαπητοί μου, όμως μερικοί άνθρωποι ξεφύγουν απ’ αυτόν τον κλοιόν, γιατί περί κλοιού πρόκειται, που λέγεται «σνομπισμός» και σταθούν όρθιοι και πουν: «Για στάσου βρε αδελφέ, αν εσύ είσαι άπιστος, εγώ δεν είμαι. Λες ότι είσαι παραδοσιακός; Και τι είναι η παράδοση; Τα μπουζούκια; Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις; Και τα σαντούρια; Γιατί αυτά βάζομε συνέχεια στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση και λέμε… «παράδοσις» και «παράδοσις». Στα χωριά κρατάνε από μια μέχρι εφτά μέρες οι γιορτές, με σαντούρια και με χορούς. Αυτά είναι η Παράδοση; Αυτά είναι η Παράδοση; Φτωχοί άνθρωποι! Η Παράδοσις είναι να κρατήσεις την ψυχή του λαού σου. Και η ψυχή του λαού σου είναι η πίστις. Η πίστις στον Χριστό και η αγάπη στην πατρίδα σου. Αν αυτά δεν τα κρατήσεις, έχασες την ψυχή σου.
Θυμηθείτε τι έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Τι έλεγε; «Ό,τι να σας κάνουν, να σας γδάρουν, να σας τηγανίσουν, να σας κάνουν, να σας κάνουν… ψυχή και Χριστό μην χάσετε». Αυτό είναι η Παράδοσις. Αυτό που λέγει στον Τιμόθεο ο Παύλος: «Φύλαξε την παρακαταθήκη». Αυτό θα πει παρακαταθήκη. Θα πει παράδοσις. Δηλαδή αυτό που παίρνω και σου δίνω. Αυτό θα πει παρακαταθήκη. Παίρνω και σου δίνω. Και σου λέω «Κράτα το καλά». Και τι λέει εκεί στην Αποκάλυψη ο Χριστός; «Κράτει καλά αυτό που έχεις. Για να μην σου πάρει κανείς το στεφάνι με το να πετάξεις αυτό που κρατάς. Κράτα καλά αυτό που έχεις». Τι είναι αυτό που έχεις; Αυτό που σας είπα τόσην ώρα. Αυτό είναι Παράδοσις. Εκείνος που το κατάλαβε καλά αυτό, που είναι η ψυχή της ψυχής μας, τότε δεν παρασύρεται από τα ρεύματα αυτά της εποχής, από αυτόν τον σνομπισμόν τον ανόητο, τον βλακωδέστατο και δαιμονικότατον ταυτοχρόνως. Αλλά στέκεται όρθιος. Στέκεται όρθιος και λέει: «Εγώ κρατώ την παράδοση των προγόνων μου. Κρατώ εκείνο που πήρα από την μάνα μου και τον πατέρα μου, κι εκείνοι απ’ τους γονείς των κι εκείνοι απ’ τους Αποστόλους και οι Απόστολοι από τον Χριστό. Αυτή είναι η αλήθεια. Αυτή είναι η μία πίστις, αυτή είναι η μία Παράδοση, μπροστά στην οποία αξίζει να πεθάνει κανείς».
Αν λοιπόν, εμείς οι Έλληνες, είμαστε 9 εκατομμύρια και μερικοί δεν υποκύψουν σ’ αυτούς τους συγχρόνους πειρασμούς αντί πινακίου φακής, για να έχομε κάποια αγαθά και κάποια καλοπέραση, τότε ίσως μας λυπηθεί ο Θεός και επιζήσουμε. Αν όμως όλοι οι Έλληνες φθάσουν σ’ αυτό το κατάντημα της απεμπολήσεως των πάντων, ε, τότε… η Ελλάδα τέλειωσε την ζωή της μέσα στην Ιστορία· την τέλειωσε. Δεν θα ήθελα ποτέ να είμαι προφήτης κακών αλλά ας μιμηθούμε τουλάχιστον τον Αβραάμ που ζήτησε: «Αν υπάρχουν μερικοί άνθρωποι στα Σόδομα, να σωθούν οι πόλεις αυτές». Έτσι, αν υπάρχουν, αν υπάρχουν κάποιοι Έλληνες πιστοί, που θα μείνουν πιστοί παρά το ρεύμα της εποχής, τότε η Ελλάς θα ζήσει. Καταλαβαίνετε, αγαπητοί μου, τι ανεβαίνει και τι πέφτει επάνω στους ώμους μας; Καταλαβαίνετε τι επωμιζόμεθα; Κι εμείς οι κληρικοί κι εσείς οι λαϊκοί. Εμείς οι πιστοί δηλαδή. Καταλαβαίνετε; Έχομε πολλή ευθύνη. Έχω να σηκώσω στους ώμους μου εκείνο που δεν σηκώνει ο άλλος. Και ο παραπέρα και ο παραπέρα. Το φορτίο; Βαρύτατο. Μα πρέπει να το σηκώσω. Και ο Χριστός θα με βοηθήσει να το σηκώσω, να το σηκώσομε. Και άμα το σηκώσομε, αγαπητοί μου, το φορτίο, τότε κι εμείς θα σωθούμε και θα έχομε εκφράσει στους συμπατριώτες μας, Έλληνες και Χριστιανούς, την πιο αγνή, την πιο καθαρή, την πιο σπουδαία αγάπη. Μια αγάπη στηριγμένη πάνω στη βαθιά πίστη.
Προς Δόξα του Αγίου Τριαδικού Θεού, και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
Μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
π. Αθανάσιος Μυτιληναίος