Πήραν τήν Πόλιν πήραν την. “Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”.
Ο βασιλιάς έκλαιγε, έκλαιγε κι’ ο λαός και φώναξε: «Ας πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και για την πατρίδα μας!» Αγκαλιαζόντανε και συγχωρνιόντανε. Ύστερα τραβήξανε στην Αγια-Σοφιά. Κόσμος, παλαβωμένος απ’ το φόβο, την είχε γιομίσει κ’ οι καμάρες αντιλαλούσανε από το θρήνο. Οι γυναίκες κλαίγανε σιγανά, τα παιδιά ξεφωνίζανε κι’ όλοι τρέμανε σαν τα καλάμια. Ποια καρδιά δε θα ράγιζε! «Ει και από ξύλον άνθρωπος η εκ πέτρας ην, ουκ εδύνατο μη θρηνήσαι.» Οι διάκοι λέγανε μπροστά στην Άγια Πόρτα τα Ειρηνικά, μα η οχλοβοή δεν άφηνε ν’ ακουστή η φωνή τους. Σαν αρχίσανε οι ψαλτάδες, το Κοινωνικό «Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος, αλληλούια», ο βασιλιάς τράβηξε κατά το τέμπλο, ντυμένος με τα τριμμένα ρούχα του, δακρυσμένος, μαραζωμένος, με γένεια και μαλλιά αχτένιστα σαν βαρυποινίτης, κ’ έπεσε στα γόνατα μπροστά στα εικονίσματα του Χριστού και της Παναγιάς μ’ αναστεναγμούς, μουρμουρίζοντας: «Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι ως περ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε, και την εμήν κατασχούσαι καρδίαν κατατιτρώσκουσι βέλει των θλίψεων.» Και σαν εβγήκε ο Πατριάρχης με το ποτήρι, πήγε και μετάλαβε κ’ ύστερα γύρισε κατά το λαό κ’ είπε: «Χριστιανοί, συγχωρήστε τις αμαρτίες μου, κι’ ο Θεός ας συγχωρέση τις δικές σας!» Κι’ ο κόσμος με μια φωνή φώναξε: «Συγχωρεμένος!» Μέσα στ’ Άγιο Βήμα ο Πατριάρχης, σκυμμένος απάνω στα τίμια δώρα, μνημόνευε: «Μνήσθητι, Κύριε, της πόλεως, εν η παροικούμεν, και πάσης πόλεως και χώρας, και των πίστει οικούντων εν αυταίς. Μνήσθητι, Κύριε, πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων. Μνήσθητι, Κύριε, των μεμνημένων των πενήτων, και επί πάντας ημάς τα ελέη σου εξαπόστειλον.»
κυρ Φώτης Κόντογλου