Οι Αγιοι τρεις Ιεράρχες

Στην εποχή μας που τα πάντα αμφισβητούνται και γίνονται ανακατατάξεις και αναθεωρήσεις σ’ όλους τους τομείς της ζωής και κυρίως τα παραδεδομένα περνούν αυστηρή δοκιμασία επιβιώσεως, η αγία Εκκλησία μας μας καλεί να «ανευφημήσωμεν» τους θεοφόρους Πατέρες ημών και Οικουμενικούς διδασκάλους, Βασίλειο τον μεγάλο, Γρηγόριο τον θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Η παρουσία των Τριών Ιεραρχών μέσα στην ελληνορθόδοξη Παράδοσή μας αναγνωρίζεται ως πολυσήμαντη.

Κατά τον υμνογράφο της Εκκλησίας μας υπήρξαν: «της Εκκλησίας τα μεγάλα προπύργια», «οι στύλοι της ευσεβείας», «οι της Οικουμένης διδάσκαλοι», «τα του Πνεύματος όργανα», «οι επίγειοι άγγελοι».

Έτσι εξηγείται γιατί και σήμερα ακόμη, μετά από χίλια εξακόσια χρόνια περίπου, ο κάθε μελετητής και «εραστής» των λόγων και της «βιοτής» των αγίων αυτών Πατέρων μπορεί να επικοινωνήσει και να διαλεχθεί μαζί τους. Όπως μας βεβαιώνει πάλιν ο υμνογράφος τους «οι φιλόσοφοι τους σοφούς, οι ιερείς τους Ποιμένας, οι εν θλίψεσι τους παραμυθούντας· τους συνοδίτας οι οδοιπόροι, οι εν θαλάσση τους κυβερνήτας, οι πάντες τους πανταχού θερμώς προφθάνοντας…» (Δοξαστικό των Στιχηρών της Ακολουθίας του Εσπερινού της εορτής των Αγίων).

Αναγνωρίσθηκαν ως «τα πάγχρυσα στόματα του Αγίου Πνεύματος». Έλαβαν αντάξια τη θέση των «παιδαγωγών και μεγάλων διδασκάλων της οικουμένης». Ως μεγάλοι Ιεράρχες διακόνησαν το θυσιαστήριο του Κυρίου ως «επίγειοι Άγγελοι». Η πολιτεία τους και η συμμετοχή τους στα κοινά υπήρξε έμπρακτη, ενεργή σ’ όλους τους τομείς της ζωής, σε σημείο που να εντυπωσιάζει και σήμερα η κοινωνική τους δραστηριότητα. Η Εκκλησία τους κατατάσσει ανάμεσα στους μεγάλους και αγίους Πατέρες Της και τιμά ιδιαίτερα τη μνήμη τους.

Ο «μέγας ιεροφάντωρ Βασίλειος», «ο θεορρήμων Γρηγόριος» και «ο Ιωάννης ο χρυσούς την γλώττα» διατηρούνται στη μνήμη του Σώματος της Εκκλησίας ως οι κατεξοχήν άγιοι Πατέρες Της.

Σκόπιμο θεωρώ η μικρή αναφορά μας στους Τρεις Ιεράρχες να γίνει με την ιδιότητα, που η μνήμη της Εκκλησίας, μας τους παρουσιάζει, ως τους κατεξοχήν αγίους Πατέρες μας.

α’. Θεωρούνται Πατέρες κατά την έννοια που έδωσε ο απόστολος Παύλος γράφοντας στους Κορινθίους «εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας· εν γαρ Χριστώ ‘Ιησού διά του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Προς Κορινθίους Α΄, δ΄, 15) και στους Γαλάτες «τεκνία μου, ούς πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν! » (Προς Γαλάτας δ΄, 19)

Συνεπώς Πατέρας της Εκκλησίας θεωρείται αυτός που οδηγεί τους ανθρώπους να πιστεύουν στο Θεό διδάσκοντάς τους το Ευαγγέλιο και να διαμορφώσουν τον χαρακτήρα τους και την συμπεριφορά τους σύμφωνα με την συμπεριφορά του Κυρίου Ιησού Χριστού. Μάλιστα δε αυτή η φροντίδα των πνευματικών Πατέρων για τους πιστούς ομοιάζει με τις ωδίνες του τοκετού.

Συχνά ακούγεται ο λόγος για επιστροφή στους Πατέρες· στη μελέτη των κειμένων τους· στη σπουδή της θεολογίας τους· στη γνωριμία της βιοτής τους. Τι όμως είναι ο άγιος Πατέρας της Εκκλησίας; Ιδιαίτερα για μας τους Ελληνορθοδόξους οι άγιοι Πατέρες «δεν πρέπει να αποτελούν μία παρακαταθήκη… δεν είναι παλαιά εικονίσματα ενός ιστορικού αρχαιολογικού Μουσείου. Ούτε αποτελούν φυλακτά για φύλαξη και συντήρηση. Είναι ζωντανές πηγές για άντληση ζωής. Είναι κεφάλαια για εκμετάλλευση. Είναι κατεξοχήν οδηγοί, γιατί ασχολήθηκαν με φλέγοντα ζητήματα και αγωνίσθηκαν στο κέντρο του ανθρώπινου στίβου» (Οι Πατέρες της Εκκλησίας και ο άνθρωπος, Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος, Αθήνα 1979, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων η «Ζωή» σελ. 6).

β’. Δοχεία της θείας Χάριτος

Όπως πολύ σωστά έχει γραφεί οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούνται εκείνα τα μέλη της Εκκλησίας τα οποία, λόγω της ταπεινοφροσύνης τους ενώπιον της αλήθειας, της ευρύτητος και γνησιότητος της πίστεώς τους, δέχονται το δώρο της θείας Χάριτος όχι μόνο να αφομοιώσουν, αλλά και να εκφράσουν πιστά τη καθολική συνείδηση της Εκκλησιαστικής κοινωνίας. Γιατί εκείνο που εκφράζουν δεν είναι απλώς η ατομική σκέψη τους ή οι προσωπικές τους πεποιθήσεις, αλλά η συνείδηση ολόκληρης της Εκκλησίας.

γ’. Υπηρετούν την καθολικότητα της Εκκλησίας

Ακόμη οι Πατέρες μιλούν από τα βάθη του καθολικού πληρώματος της Εκκλησίας, η θεολογία τους κινείται και αναπτύσσεται στο επίπεδό της καθολικότητος· έχει τις ρίζες και τα θεμέλιά της στην κοινωνία όλων των πραγμάτων. Με την άσκηση, την προσευχή, τη νήψη, την κοινωνία στα εκκλησιαστικά μυστήρια και με την όλη πολιτεία τους έχουν διευρύνει τόσο πολύ την καρδιά τους, το νού, την ψυχή τους, ώστε έχουν επιτύχει να αισθάνονται και να σκεπτονταί και να ενεργούν μ’ ολόκληρη την Εκκλησία.

δ’. Καθορίζουν τα όρια της πνευματικότητος της Εκκλησίας

Με την παρουσία και αγία βιοτή τους και την όλη δραστηριότητά τους οι άγιοι Πατέρες οριοθετούν το ήθος και την αλήθεια της Εκκλησίας. Ακόμη υποτυπώνουν το τι πρέπει να είναι και το τι πρέπει να προσπαθεί να γίνει το κάθε πιστό μέλος της Εκκλησίας. Οι άγιοι Πατέρες είναι οι φύλακες, αλλά και συνεχιστές της Παραδόσεως. Όχι απλώς εκείνης που μεταδίδει και μεταβιβάζει ορισμένες γνώσεις και αφηρημένες αλήθειες, αλλά εκείνης που καταθέτει από γενεά σε γενεά ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και μία συγκεκριμένη στάση ζωής, που είναι η «καινή ζωή» της ελληνορθόδοξης Παράδοσής μας.

ε’. Οι φιλόσοφοι του πνεύματος

Οι άγιοι Πατέρες είναι προφήτες της «ζώσης αληθείας». Δεν είναι «ακαδημαικοί» διδάσκαλοι και σοφοί του κόσμου. Κατά τον μέγαν Μακάριον τον Αιγύπτιον, είναι «οι φιλόσοφοί του Αγίου Πνεύματος». Η πορεία τους κατευθύνεται και με τη διάσταση της αιωνιότητος. «Οι πύρινες γλώσσες του υπερώου της Πεντηκοστής εκάθησαν και εφ’ ένα έκαστον αυτών» και αυτοί «επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου»(Πράξεων β΄, 3). Γι’ αυτό και η θεολογία τους δεν είναι εγκεφαλική και διανοητική, αλλά βιωματική «εν Αγίω Πνεύματι».

στ’. Μάρτυρες της σώζουσας αλήθειας

Αυτή η «εν Αγίω Πνεύματι» θεολογία τους χάριζε τη δυνατότητα να βρίσκονται όλοι οι άγιοι Πατέρες σ’ αυτό που λέγεται στη θεολογική γλώσσα «συμφωνία», των θεοπνεύστων Πατέρων. Και αυτή δεν οφείλεται στις θεολογικές σχολές ή ακαδημίες που σπούδασαν οι άγιοι Πατέρες, αλλά στο Άγιο Πνεύμα που φώτιζε την καθαρή διάνοιά τους για να θεολογούν σωστά και να «συντονίζονται» και να «συμφωνούν» μεταξύ τους, χωρίς εκτροπές και αντιθέσεις. Πραγματικά «η θεία έλλαμψη», που προυποθέτει τη σωματική και πνευματική κάθαρση και τον εξαγιασμό του νού, έδινε στους αγίους Πατέρες τη δύναμη να θεολογούν και να δογματίζουν «εν συμφωνία» – στις γενικές βέβαια γραμμές- χωρίς πλάνες και αιρετικές αποκλίσεις. Στις λεπτομέρειες και «στην προσωπική διατύπωση κάθε εκκλησιαστικού Πατέρα -και αυτό είναι το θαυμαστό- διασώζεται η ιδιοτυπία του, η προσωπική του έκφραση, για να δείχνεται και μ’ αυτό τον τρόπο πως το Πνεύμα είναι ελεύθερο. Και όχι μονάχα όπου θέλει «πνεί» αλλά και όπως θέλει «πνεί». «Εκάστω δε δίδοται η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον» (Προς Κορινθίους Α΄, ιβ’, 7), «και κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού» (Προς Εφεσίους δ΄, 7), όπως θα έλεγε ο Απ. Παύλος, ώστε ο καθένας ανάλογα και με τις μυστικές εμπειρίες του και την ιδιαιτερότητά της προσωπικής του εκφράσεως να καταθέτει τη μαρτυρία του για τη «σώζουσα» αλήθεια.

ζ’. Ο Χριστός παρατείνεται στους αιώνας

Να γιατί στην ορθόδοξη Παράδοσή μας οι άγιοι Πατέρες θωρούνται «τα πάγχρυσα στόματα» με τα οποία εκφράζεται και φανερώνεται η εκκλησιαστική συνείδηση. Μ’ αυτούς όχι μόνο ερμηνεύεται η πίστη της Εκκλησίας, αλλά εξακολουθεί να αντηχεί και σήμερα το αποστολικό κήρυγμα. Η θεία αποκάλυψη, που ως «Χάρις και αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιωάννου α’, 17), συνεχίζεται και μεταβιβάζεται και μέχρι σήμερα σε μας με τους αγίους Πατέρες. Έτσι ο Χριστός «παρατείνεται εις τους αιώνας».

η’. Ερμηνευτές του Ευαγγελίου ως θεωρίας και πράξεως

Πάντοτε οι άγιοι Πατέρες υπήρξαν τα ασφαλή μέτρα και πλαίσια και όρια της αλήθειας του Χριστού. Αυτοί πράγματι είναι: «οι οξυδερκείς της Εκκλησίας οφθαλμοί… οι απλανείς οδηγοί, οι φυσικοί ερμηνείς του Ευαγγελίου ως θεωρίας και πράξεως» (Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Αθωνικά άνθη, σελ. 113).

Η παρουσία τους δεν αποτελεί μόνο το ορόσημο της αλήθειας του Χριστού, αλλά και το δείκτη για το που και πως πρέπει να πορεύεται η Εκκλησία μας. Ας αναλογισθούμε τι θα ήταν η Ορθοδοξία μας σήμερα χωρίς τα μεγάλα αυτά «προπύργια» και χωρίς αυτούς τους «οπλίτας παρατάξεως Κυρίου», όπως τους χαρακτηρίζει ο υμνογράφος της Εκκλησίας.

Ο προτεσταντισμός κινούμενος από έναν άκρατο υποκειμενισμό, χωρίς μέτρο, χωρίς Πατερική Παράδοση, έχει κατακερματισθεί σε πλήθος παραφυάδες και αλληλομαχόμενες παρασυναγωγές. Αλλ’ και ο Ρωμαιοκαθολικισμός που υποκατέστησε την διά του Αγίου Πνεύματος Πατερική «συμφωνία» με το «αλάθητον» ενός ανθρώπου, του Πάπα, έχει εκτραπεί από τη γνήσια Παράδοση σε «καινοτομιες», που είναι επικίνδυνες κακοδοξίες και πλάνες.

Η Ορθοδοξία πορεύθηκε, αλλά πορεύεται και μέχρι σήμερα με τις οριοθετήσεις και κατευθύνσεις των αγίων Πατέρων. Παρά τα αδύνατα σημεία των ανθρώπων της, αναμφισβήτητα κατέχει αλλά και μπορεί να μεταδώσει σ’ εκείνον που αναζητά, το γνήσιο ήθος και φρόνημα του Χριστού.

θ’. Τρέφουν τους πιστούς

Να γιατί είναι η Ορθοδοξία η Εκκλησία των αγίων Πατέρων, και θεωρούνται αυτοί μέσα στο σώμα της Εκκλησίας του Χριστού ο,τι είναι μέσα στην οικογένεια οι γονείς. Όπως υπάρχει μία φυσική πατρότητα και μητρότητα, παρόμοια υπάρχει και μία πνευματική πατρότητα και μητρότητα. Και αυτή η τελευταία δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να «γεννηθούμε», να «αυξηθούμε» και να «ωριμάσουμε» στην «εν Χριστώ» ζωή.

Οι καιροί μας, ένα μεγάλο προσόν που διαθέτουν, έναντι άλλων εποχών είναι πως διακρίνονται για μία «δίψα και πείνα» για γνησιότητα, και επομένως για γνησιότητα και στον Ευαγγελικό λόγο. Η αναζήτηση όμως αυτή μπορεί να βρεί, ικανοποίηση μόνο στις «πηγές» και τις «ρίζες», που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι άγιοι Πατέρες.

ι’. Μάρτυρες της αληθείας

Η γνησιότητα βρισκεται στην πατερική σκέψη, στην πατερική νοοτροπία, στο πατερικό φρόνημα. Και βέβαια αυτή η επιστροφή απαιτεί διευκρινίσεις. Η προσκόλληση των ορθοδόξων στους Πατέρες δεν είναι απλή προσκόλληση στο παρελθόν και την αρχαιότητα. Εκείνο που αναζητούν οι Ορθόδοξοι πρώτιστα στους Πατέρες είναι η πλήρης και ανόθευτη Αποστολική Διδαχή. Οι Πατέρες ενδιαφέρουν τους Ορθοδόξους όχι τόσο ως μάρτυρες της αρχαιότητος, της αρχαίας πίστης, όσο τους ενδιαφέρουν ως μάρτυρες της αληθούς πίστης. Αυτή την αλήθεια την παρέλαβαν από τον Κύριο και την παρέδωσαν σε μας οι Απόστολοι. Μάρτυρες δε και εγγυητές αυτής της Παραδόσεως είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτοί μας εγγυώνται και μας βεβαιώνουν ότι η Πίστη της Εκκλησίας δεν είναι ανθρώπινη επινόηση ή δική μας εφεύρεση. Αλλά μαρτυρούν πως η πίστη είναι η αλήθειά του Κυρίου, που Αυτός με τους Αποστόλους παρέδωκε στην Εκκλησία. Να ο λόγος που η Ορθοδοξία επιμένει στην ανάγκη να αποκτήσουμε τον νούν και το φρόνημα των Πατέρων.

ια’. Η επικαιρότητα της μνήμης τους

Η μνήμη των Τριών Ιεραρχών, και μάλιστα ως των κατεξοχήν μεγάλων αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, έχει αυτή την επικαιρότητα για το σημερινό πλήρωμα της Εκκλησίας του Χριστού.
Ως οι γνησιότεροι μάρτυρες και εγγυητές της ελληνορθόδοξης Παράδοσής μας μας καταθέτουν τα μέτρα και τα όρια, μέσα στα οποία πρέπει να κινείται και να ενεργεί και να δραστηριοποιείται η όλη βέβαια ζωή μας, αλλά κυρίως το παιδευτικό και αναμορφωτικό έργο του σχολείου, της οικογένειας και της Εκκλησίας.
Ας επισφραγίσω τη μικρή μου αυτή αναφορά στους τρεις αγίους Πατέρες με την γνωστή χαρακτηριστική πατερική προσευχή: «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς». Αμήν.

 
Πηγή
 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *