Όπως έχουμε πει κι άλλες φορές, με θλίψη ζούμε τις τραγικές συνέπειες μιας κοινωνίας, όχι απλά χωρίς Χριστό, αλλά μιας κοινωνίας ενάντια στο Χριστό. Από εγωισμό και αυτάρκεια, πιστέψαμε ότι δε μας χρειάζεται πια ο Χριστός. Ξεχάσαμε τη σχέση που έχουμε μαζί Του. Σε αυτό οφείλεται η εικόνα της σύγχρονης κοινωνίας μας, που έχει, όσα δεν είχε καμιά εποχή πριν τη δική μας, παρόλα αυτά η ειρήνη, σαν εσωτερικό βίωμα, δεν υπάρχει. Σήμερα, που η ανηθικότητα και τα ψυχικά πάθη νομιμοποιούνται και θεωρούνται ως κάτι φυσιολογικό, είναι ανάγκη επιτακτική να ξαναχτίσουμε και να θωρακίσουμε τη σχέση μας με το Θεό. Κι αυτό θα γίνει εφικτό όταν συνεχώς τροφοδοτούμε την ψυχή μας με τη Χάρη του Αγ. Πνεύματος, μέσα από τη συμμετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας και γενικότερα στην πνευματική ζωή, όπως αυτή προσδιορίζεται από το Ευαγγέλιο. Θα πρέπει όμως να τονίσουμε ότι είναι αδύνατον να βιώσουμε μια αληθινή σχέση με τον Θεό, όταν δεν γνωρίζουμε την αλήθεια της πίστεώς μας. Όταν δεν γνωρίζουμε τις Βασικές Αρχές στη ζωή της Εκκλησίας. Συνεπώς πρέπει να δώσουμε ύψιστη σημασία στο θέμα της Κατηχήσεως. Όταν γνωρίζουμε σε βάθος τα της πίστεως, αφ’ ενός μεν και εμείς ζούμε πιο συνειδητά τη ζωή της Εκκλησίας και αγιαζόμαστε, αφ’ ετέρου γενόμεθα φως Χριστού για τη κοινωνία, με το να φέρουμε και άλλους ανθρώπους στο δρόμο του Θεού.
α. Τι είναι το Σύμβολο της Πίστεως;
β. Πότε και γιατί συντάχθηκε; και
γ. Για ποιο λόγο απαγγέλλεται στη Θ. Λειτουργία πάντα πριν την προσέλευση μας στη Θεία Κοινωνία και όχι μετά από αυτήν;
Σύμβολο της Πίστεως ή Πιστεύω ονομάζεται η σύντομη και περιληπτική σωτήρια Ομολογία των βασικών Δογμάτων της Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεως μας. Ως γνωστόν η Εκκλησία μας, μετά από τριακόσια χρόνια σκληρών διωγμών από ασεβείς αυτοκράτορες, ταλανίστηκε επί και από έναν ακόμα θανάσιμο εχθρό, ύπουλο όπως το φίδι, τις Αιρέσεις. Δηλαδή τις πλανεμένες διδασκαλίες κάποιων πλανεμένων κληρικών Της σχετικά με τα βασικά θέματα της Πίστεώς μας που αφορούσαν την αντίληψή μας για την Αγία Τριάδα, την Παναγία, την Εκκλησία το έσχατα και λοιπά. Για την καταπολέμηση αυτής της λαίλαπας των αιρέσεων και για τη διασαφήνιση των Δογμάτων – Θεμάτων της ορθής πίστεως, αρχικά συγκροτήθηκαν κατά καιρούς οι Οικουμενικές Σύνοδοι προιόν των οποίων είναι το Σύμβολο της Πίστεως και οι Κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας. Έτσι λοιπόν, το Σύμβολο της Πίστεώς συντάχθηκε στις δύο πρώτες Οικουμενικές Συνόδους και καθιερώθηκε από την Εκκλησία για να προστατεύσει τους πιστούς από τις αναφανείσες αιρέσεις που ταλαιπώρησαν τον 4ο αιώνα τους χριστιανούς, ήτοι τον Αρειανισμό (την άρνηση της Θεότητας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού) και την Πνευματομαχία (την άρνηση της Θεότητας του Αγ. Πνεύματος).»
Αρνητικοί πρωταγωνιστές και εισηγητές στην πνευματική αυτή διένεξη ήσαν αφενός μεν ο ιερέας Άρειος για την πρώτη αίρεση κα αφετέρου ο πατριάρχης Μακεδόνιος για τη δεύτερη. Περιλαμβάνει 12 άρθρα πίστεως. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, επί Μ. Κωνσταντίνου το 325 στη Νίκαια, συνέταξε τα 7 πρώτα άρθρα του Συμβόλου αυτού (ονομάζεται και Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως) και απεφάνθη επισήμως πλέον ότι ο Χριστός όχι μόνο δεν είναι δημιούργημα του Θεού, αλλά είναι και το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, που συνήλθε το 381 στην Κωνσταντινούπολη επί Μ. Θεοδοσίου, συνέταξε τα 5 επόμενα άρθρα πίστεως και απεφάνθη και εγγράφως πλέον ότι το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ομόθρονο και ισοδύναμο με τον Πατέρα και τον Υιό. Το Σύμβολο περιλαμβάνει στη συνέχεια την πίστη του Χριστιανισμού όσον αφορά την Εκκλησία, το μυστήριο του Βαπτίσματος, την σωματική ανάσταση των νεκρών και την αιώνια ζωή μετά την Δευτέρα
Παρουσία του Κυρίου. Και πιο συγκεκριμένα το 1ο άρθρο αναφέρεται στον Θεό Πατέρα, από το 2ο μέχρι το 7ο, αναφέρονται στον Υιό. Το 8ο αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα. Το 9ο άρθρο αναφέρεται στην Εκκλησία, το 10ο στο Βάπτισμα, το 11ο στην Ανάσταση των νεκρών, και το 12ο στην Δευτέρα Παρουσία.
Η πρώτη λέξη του Συμβόλου, δηλαδή το «Πιστεύω», δηλώνει όχι θεωρητική θρησκευτική πίστη αλλά πραγματική σχέση και εμπιστοσύνη προς το Θεό. Ξεκίνησε όταν ο Ίδιος ο Θεός αποκαλύφθηκε επί Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, Μωϋσή, προφητών κ.λπ. στην ανθρωπότητα, και πιάνοντας από το χέρι το λαό του, βάδισαν μαζί, όπως κάνουν οι αγαπημένοι, μέσα στην ιστορία, μέχρις ότου ολοκληρώθηκε η γνωριμία αυτή στον Χριστό, το πλήρωμα και την προσμονή των αιώνων, και την Εκκλησία που ο Κύριος ίδρυσε, δηλαδή το λιμάνι της σωτηρίας. Βρίσκεται η λέξη αυτή στον ενικό αριθμό για να επισημάνει ότι στην εκκλησιαστική ζωή δεν λατρεύουν κάποιες απρόσωπες μάζες κάποιον θεό, αλλά ότι πρόκειται για προσωπική εκδήλωση ευσέβειας προς τον ποιητή των όλων. Ο Άνθρωπος καθ’ Οδόν εμπιστεύτηκε τον Θεό όπως ο γιος τον πατέρα του, όπως εμπιστεύεται το παιδί την μητέρα του, χωρίς ορθολογισμούς και αμφισβητήσεις, που θέτουν όρια, ψυχρότητα και απόσταση.
Πιστεύω σημαίνει ακόμη ότι προεκτείνω τη λογική μέσω της πίστεως, χωρίς να καταργώ την λογική μου, όπως ακριβώς δεν καταργώ την όραση, αλλά την αυξάνω όταν παρατηρώ μέσα στο μικροσκόπιο ή το τηλεσκόπιο. Επιπλέον, λέγοντας ότι πιστεύω στον Θεό δεν σημαίνει ότι δέχομαι τυφλά αλήθειες χωρίς νόημα, αλλά ότι δεν εξηγείται διαφορετικά ο κόσμος και η ιστορία, αν δεν υπάρχει Θεός που μεριμνά για τα πάντα. Μάλιστα, ερευνώντας τις Γραφές ανακαλύπτεις εκεί τον ίδιο τον Χριστό, τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Η Πίστη, στη συνέχεια, δεν συγκρούεται με την Επιστήμη, αλλά είναι αλληλοσυμπληρούμενα μεγέθη, για την πρόοδο, ανάπτυξη και ευημερία ανθρώπου και κόσμου.
Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.
Είναι ο Θεός ποιητής-δημιουργός ουρανού και γης, όλων των ορατών δηλαδή και αοράτων όντων.
Δημιούργησε τους αγγέλους πρώτα (Ιώβ 38,7), ύστερα το σύμπαν, τη φύση, τα ζώα και τελικά τον άνθρωπο, από το μηδέν και από την ελεύθερη θέλησή Του, με μόνο τον δημιουργικό Του Λόγο (δηλ. μέσω του Υιού Του), χωρίς να ήταν αναγκασμένος, αλλά λόγω της άπειρης αγάπης Του. Όσο για τους αγγέλους, είναι αόρατα όντα, που δοξολογούν απαύστως τον Θεό, συμπαρίστανται στους ανθρώπους, μεταφέρουν το μήνυμα του Θεού και τις προσευχές των πιστών. Ένα τάγμα αγγέλων ξέπεσαν κάποτε και μετεξελίχθησαν σε δαίμονες, πονηρά πνεύματα. Αντιστρατεύονται το θέλημα του Θεού, αλλά άθελά τους οδηγούν πολλούς στη σωτηρία, αφού ο πόνος και ο πειρασμός μπορούν να στρέψουν τους ανθρώπους για βοήθεια στη φιλανθρωπία του Θεού. Λατρεία φυσικά αποδίδουμε μόνο στον Τριαδικό Θεό, στον Ιησού Χριστό και τη Θεία Μετάληψη, ενώ τιμή αποδίδουμε στους αγίους και αγγέλους και εξαιρετικά στην Υπεραγία Θεοτόκο. Ο άνθρωπος είναι η κορωνίδα της δημιουργίας κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας. Συγκεφαλαιώνει τον υλικό και πνευματικό κόσμο, δηλ. αποτελείται αρμονικά από ψυχή και σώμα. Πλάστηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού με σκοπό την τελειοποίηση και αγιότητά του, την κατά χάρη ένωση με τον Θεό
Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
Πιστεύουμε και στον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, που είναι Κύριος και μονογενής, γεννήθηκε δε από τον Πατέρα Του προαιώνια. Είναι φως από το φως του Πατέρα Του, Θεός αληθινός. Γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, όπως διάφορες αιρέσεις μέχρι σήμερα κακώς διδάσκουν. Έχει δε την ίδια ουσία με τον Πατέρα Θεό, ενώ μέσω αυτού πλάστηκαν τα πάντα. Όταν ήρθε «το πλήρωμα του χρόνου», ο Υιός του Θεού έγινε και άνθρωπος (Θεάνθρωπος) και ονομάστηκε Ιησούς Χριστός. «Ιησούς» σημαίνει τον Σωτήρα και Λυτρωτή των ανθρώπων, ενώ ο τίτλος «Χριστός» δηλώνει τον κεχρισμένο άγιο του Θεού, όχι όμως με λάδι και αρωματικές ουσίες, όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα με τους προφήτες και βασιλείς, αλλά με το Άγιο Πνεύμα. Ο Ιησούς Χριστός είναι «Φῶς ἐκ φωτός». Όπως και στην αρχαία Ελλάδα, έτσι και στην αρχαία εβραϊκή θρησκεία έχουμε συνάρτηση Θεού και φωτός σε πάρα πολλά χωρία. Ο Άγιος Συμεών ο θεοδόχος ονομάζει το βρέφος Ιησού «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν» (Λουκ. 2,32). Στην Μεταμόρφωση του Κυρίου (Ματθ. 17,2), «Τὰ δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς». «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ιω.8,12 ) και «φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα» (Ιω.
12,46), λέγει ο Ιησούς. «Φῶς ἰλαρὸν», ψέλνουμε στην Εκκλησία. Η γέννηση του Χριστού «ἀνέτειλε τῷ κόσμω τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως» και «σὲ προσκυνεῖν τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης», ψέλνουμε επίσης στην Εκκλησία. Στην Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπάρχει εκτενής αναφορά και προσευχητική εμπειρία πάνω στο άκτιστο φως του Θεού, που βιώνουν οι άγιοι μυστηριακά. Το «δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο» σημαίνει ότι όλα όσα υπάρχουν δημιουργήθησαν από τον Πατέρα, διά του Υιού και εν Αγίω Πνεύματι. Συμμετέχει ολόκληρη η Αγία Τριάδα από κοινού στο έργο της δημιουργίας των πάντων, ιδιαιτέρως όμως η πλάση ολόκληρη χρωστά την ύπαρξή της και το είναι της στον Υιό και Λόγο του Θεού, μέσω του οποίου εμφανίστηκε το σύμπαν από το μηδέν.»
Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.
O Υιός του Θεού χωρίς να είναι υποχρεωμένος, αλλά κινούμενος από την άπειρη αγάπη του για το πλάσμα του, τον άνθρωπο, γεννήθηκε ως άνθρωπος από την Παρθένο Μαρία, με τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος. Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, τον Θεολόγο ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού: «Στην αρχή ήταν ο Λόγος και ο Λόγος ήταν Θεός…. Ο Λόγος έγινε άνθρωπος και σκήνωσε ανάμεσά μας, και είδαμε τη δόξα του, δόξα που έχει ο μονογενής Υιός από τον Πατέρα του, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω. 1,1-14). Ο σκοπός της Θείας Ενανθρώπησης είναι η ένωση των ανθρώπων στο πρόσωπο του Χριστού, η θυσία Του υπέρ της λύτρωσης των ανθρώπων και η θέωσή τους με τα μυστήρια της Εκκλησίας. Για τον Μ. Αθανάσιο, κατέβηκε στη γη για να ανεβούμε εμείς στον ουρανό. Έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς κατά χάριν θεοί. Γεννήθηκε όμοιος σε όλα με μας εκτός από την αμαρτία. Ο Χριστός δεν είχε εσωτερικούς πειρασμούς. Και αυτός ο διάβολος τού επιτέθηκε εξωτερικά και αντικρούστηκε πλήρως. Δεν είχε ροπή προς την αμαρτία, αφού γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα. Όσον αφορά τη μητέρα του Θεού είναι η ισχυρότερη μεσίτρια προς τον Υιόν της και πάντοτε παρακαλεί υπέρ ημών τον Θεό και Κύριό της. Στο όνομά της έχουν γίνει ‘άπειρα’ θαύματα. Υπήρξε Αειπάρθενος πριν, κατά και μετά τον τόκο της (Ματθ. 1,18-20) & Λουκ. 1,34-35). Δεν γεννήθηκε βέβαια απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα (όπως δέχεται η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία), αλλά αγιάσθηκε κατά τον Ευαγγελισμό. Όταν συμπλήρωσε τα χρόνια της ζωής της στη γη, και αφού διετέλεσε και διατελεί ως μητέρα της Εκκλησίας, κοιμήθηκε και αμέσως μετά μετέστη προς την Ζωή, δηλαδή προς τον ίδιο τον Υιό της.
Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.
Με τη σταύρωσή του ο Χριστός ένωσε ουρανό και γη και συμφιλίωσε Θεό και ανθρωπότητα. Είναι ο μέγας Ειρηνοποιός και στο διηνεκές. Εκπληρώθηκαν έτσι οι προφητείες: (α) του Δαβίδ: ‘Τρύπησαν τα χέρια μου και τα πόδια μου’ (Ψλμ. 21,17) και (β) του Ησαϊα: ‘Αυτός φέρει πάνω του τις δικές μας αμαρτίες και για μας υποφέρει’ (53,4). Όπως η μάνα πελεκάνος αυτοτραυματιζόμενη προσφέρει το αίμα της για να ζήσουν τα παιδιά της, έτσι και ο Χριστός προσέφερε το αίμα Του δια του Τ. Σταυρού για να σώσει τον κόσμο.
Το μαρτύριο του Σταυρού υπήρξε το πλέον επώδυνο και εξευτελιστικό, πόσο μάλλον αφού προηγουμένως είχε υποστεί ο Κύριος και πολλές μαστιγώσεις. Έχασε σχεδόν όλο του το αίμα, μετέφερε το βαρύ σταυρό του, καρφώθηκε με μεγάλα καρφιά πάνω σ’ αυτόν και φόρεσε αγκάθινο στεφάνι που επέτεινε το βαρύ του πόνο. Το νεκρό σώμα Του, αφού σαβανώθηκε, τοποθετήθηκε σε λαξευμένο σπήλαιο, η είσοδος του οποίου κλείστηκε με μεγάλη πέτρα. Τις τρεις ημέρες του θανάτου του, η ψυχή Του ενωμένη με την θεότητά Του ‘κατέβηκε’ στον άδη και κήρυξε στις φυλακισμένες εκεί ψυχές και έσωσε όσους είχαν τις προϋποθέσεις για σωτηρία (Ψ. 15,10/Α΄ Πέτρ. 3,18-20). Ο Παύλος διδάσκει ότι ο Χριστός ‘μάς εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου, με το να γίνει για χάρη μας προσωρινά ο ίδιος κατάρα’ (Γαλ. 3,13). Πράγματι, ο Σωτήρας έκανε σε μας μια πνευματική μετάγγιση αίματος και η ανθρωπότητα από ετοιμοθάνατη που ήταν αναζωογονήθηκε. Σώθηκε μάλιστα από την απερίγραπτη απιστία, διαφθορά και κακία.
Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς.
Ο Χριστός αρκετές φορές προείπε την ανάστασή Του και έγινε πραγματικά. ‘Γκρεμίστε, είπε, τον ναό αυτόν (εννοούσε το σώμα του) και θα τον ανοικοδομήσω και πάλι’ (βλ. Ιω. 2,19 και Πρ. 1,3). Αν οι απόστολοι δεν είχαν δει και νουθετηθεί από τον αναστημένο, για 40 ημέρες μάλιστα πριν αναληφθεί, δεν θα δεχόντουσαν να χάσουν περιουσίες, να αφήσουν οικογένειες, να περιφρονήσουν και την ίδια τη ζωή τους κηρύσσοντας την ανάσταση του Ιησού. Οι μαθητές του Ιησού, όταν πρωτάκουσαν από τις Μυροφόρες ότι αναστήθηκε, δεν τις πίστεψαν. Αλλά και ο απόστολος Θωμάς φάνηκε ιδιαίτερα δύσπιστος έως ότου τον είδε αναστημένο την δεύτερη εβδομάδα και διαπίστωσε ιδίοις χερσίν το τρυπημένο από τα καρφιά σώμα Του. Αυτό αποδεικνύει ότι οι μαθητές και οι απόστολοι δεν είχαν παραισθήσεις, αλλά ήσαν πολύ προσγειωμένοι ως καθημερινοί, πρακτικοί Ιουδαίοι που ήσαν. Άλλωστε για 40 ημέρες ο Θεάνθρωπος δίδασκε και περπατούσε με τους μαθητές του, όλες τις ώρες της ημέρας, και τον είδαν συνολικά πάνω από 500 άνθρωποι, άντρες και γυναίκες σε έντεκα ξεχωριστές περιπτώσεις. Δεν επρόκειτο επομένως για φαντασία ορισμένων γυναικών (Μυροφόρων). Ούτε παθαίνουν παράκρουση τόσοι άνθρωποι, όταν μάλιστα δήλωσαν πως μετά τις 40 ημέρες σταμάτησαν και οι εμφανίσεις Του (διότι αναλήφθηκε). Κλοπή του ένδοξου νεκρού σώματος δεν θα μπορούσε να είχε γίνει, διότι όχι μόνο φρουρούσαν τον τάφο 16 πάνοπλοι στρατιώτες αλλά και γιατί οι μαθητές Του κρυβόντουσαν για τον φόβο των Ιουδαίων και των Ρωμαίων. Ο δε Πέτρος τον είχε ήδη απαρνηθεί τρεις φορές όσο Εκείνος ζούσε, πόσο μάλλον θα φοβόταν αφού πέθανε και ετάφη. Το ότι ξεχύθηκαν οι απόστολοι μετά την Πεντηκοστή σαν άφοβα λιοντάρια διδάσκοντας και βαπτίζοντας Ιουδαίους και Εθνικούς στο όνομα του Ιησού, αυτοί που λίγο πριν φοβόντουσαν σαν λαγοί μπροστά στον κυνηγό, μόνο έργο του Αγίου Πνεύματος μπορούσε να είναι και της Χάριτος του Αναστάντος Κυρίου. Τέλος, ο απόστολος Παύλος, που υπήρξε αρχικά διώκτης των χριστιανών, είδε τον Χριστό μέρα μεσημέρι και έκτοτε έγινε το κυριότερο σκεύος εκλογής Του για τον ευαγγελισμό των εθνών. Η θαυμάσια αποστολική και ιεραποστολική ζωή του περιγράφεται αναλυτικά στις Πράξεις των αποστόλων. Κατά τας Γραφάς: Με τους ομοδύναμους όρους ‘Γραφές’, ‘Αγία Γραφή’, ‘Βίβλος’, εννοούνται το σύνολο των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, που αναφέρονται στην αποκάλυψη του Θεού και στις αλήθειες της πίστεως. Κεντρικός πρωταγωνιστής τόσο στην Π.Δ. όσο και στην Κ.Δ. είναι το Θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ως Λυτρωτής και Μεσσίας. Η Π.Δ. αποτελείται από 49 βιβλία και περιγράφει την δημιουργία του κόσμου, την ιστορία της ανθρωπότητας και του Ισραήλ μέχρι την εποχή του Χριστού. Η Κ.Δ. αποτελείται από 27 βιβλία και περιγράφει τη γέννηση και διδασκαλία του Κυρίου, τα πάθη και την ανάστασή του, τη μαρτυρία και το μαρτύριο της πρώτης Εκκλησίας, το έργο των αποστόλων χάριν του Ευαγγελίου, θεολογικά μηνύματα με μορφή Επιστολών και την Αποκάλυψη του αγίου Ιωάννη. Είμαστε σίγουροι όμως για την γνησιότητα και φερεγγυότητα της Καινής Διαθήκης; Απολύτως! Όχι μόνο τα τοπωνύμια, πρόσωπα, πολιτικοί και θρησκευτικοί τίτλοι, ονόματα, συνήθειες της εποχής του Χριστού αποδείχθηκαν από την Αρχαιολογία απολύτως ιστορικά και πραγματικά, αλλά και οι Ευαγγελιστές περιγράφουν ειλικρινέστατα και χωρίς να διστάζουν ωμή την αλήθεια των διαδραματιζόμενων γεγονότων.
Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.
Αφού ο Κύριος αναστήθηκε, για σαράντα ημέρες, δίδασκε τους μαθητές του, αποκάλυπτε αλήθειες, ενώ παράλληλα και βιωματικά τούς μάθαινε ότι δεν θα τον έχουν πλέον μπροστά τους σωματικά, αλλά θα τον βλέπουν, όπως και όλοι οι χριστιανοί, με τα μάτια της πίστεως και δι’ Αγίου Πνεύματος. Μετά τις 40 ημέρες, ευλογώντας τους, ανέβηκε προς τον ουρανό (Λουκ. 24,51), όσο οι μαθητές του τον αποχαιρετούσαν συγκινημένοι, σύμφωνα και με το προφητικό «Ανέβη ο Θεός εν αλλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος». Εκάθησε έκτοτε ο Χριστός στα δεξιά του Πατέρα του και αγίασε την ανθρώπινη φύση, την ένωσε με τη Θεότητα. Επετεύχθη πλήρως ο σκοπός της Θείας Ενανθρώπησης που ήταν η ένωση θείας και ανθρώπινης φύσεως στο πρόσωπο του Χριστού, βεβαίως ασύγχυτα, άτρεπτα, αδιαίρετα. Ο Ίδιος πριν αναχωρήσει παρηγόρησε τους μαθητές του, αλλά και κάθε χριστιανό στη συνέχεια, λέγοντας τους πως ‘δεν θα σας αφήσω ορφανούς’ (Ιω. 14,18) και ότι ‘Θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες και μέχρι τη συντέλεια’ (Ματθ. 28,20).
Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.
Οι μαθητές παρακολούθησαν τον ανερχόμενο Κύριο, ώσπου ένα φωτεινό σύννεφο τον έκρυψε από την όρασή τους. Τότε δύο λάμποντες άγγελοι παρουσιάστηκαν και εξήγησαν στους μαθητές Του ότι όπως έφυγε, έτσι και πάλι θα εμφανισθεί στη γη με όλη του τη δόξα (Πράξ. 1,8-11). Πριν από τη Δεύτερη Έλευση του Κυρίου θα συμβούν κάποια κοσμοϊστορικά γεγονότα που θα αναγγείλουν την τελική Κρίση του κόσμου. Όπως περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη, αυτά είναι: Η διάδοση του Ευαγγελίου στον κόσμο, η εμφάνιση του αντιχρίστου, οι γενικοί πόλεμοι, η εξάλειψη της αγάπης, η επιστροφή των Εβραίων στον Χριστιανισμό (βλ. Β΄ Τιμ. 3,1-5). Η μορφή του παρόντος κόσμου θα καταστραφεί (Β΄ Πέτρ. 3,10) και θα ισχύσει από τότε και για πάντα η Βασιλεία του Θεού. Ο χρόνος της Δεύτερης Παρουσίας του Χριστού είναι παντελώς άγνωστος, ακόμη και στους αγγέλους. Η εφεύρεση διαφόρων χρονολογιών του Τέλους, στην οποία επιδόθηκαν αρκετές ακραίες προτεσταντικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων και των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αποδείχθηκαν εσφαλμένες και απομάκρυναν πολλούς πιστούς τους από τις οργανώσεις τους. Η πρώτη έλευση του Κυρίου έγινε εν πλήρει ταπεινώσει, η δεύτερη έλευσή του θα γίνει εν πλήρει δόξη και δυνάμει. Όλοι θα παρασταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού για να κριθούμε με δικαιοσύνη και πάνω στην αγάπη (Πράξ. 17,31 & Ρωμ. 14,10). Τότε, κατά το Ευαγγέλιο ιδίως του Ματθαίου, θα χωρισθούν τα πρόβατα από τα ερίφια, δηλαδή οι άγιοι από τους αμετανόητους ανθρώπους, και οι μεν πρώτοι θα απολαύσουν την αιώνια ευτυχία της κοινωνίας με το Θεό, ενώ οι δεύτεροι θα υποστούν την αιώνια θλίψη.
Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.
Μόνο η κάθοδος του Αγ. Πνεύματος θα μπορούσε να μεταβάλλει με τρόπο θαυμαστό τη ζωή των μαθητών του Κυρίου, όπως και πράγματι συνέβη 10 ημέρες μετά την Ανάληψη του Χριστού. Την ημέρα της Πεντηκοστής, οι ψαράδες της Γαλιλαίας επλήσθησαν Πνεύματος Αγίου και με τόλμη και αφοβία στη συνέχεια έστρεψαν δια των πνευματικών κηρυγμάτων τους όλα τα έθνη προς τον Αναστάντα Κύριο. Αυτό γιατί το Άγ. Πνεύμα είναι Κύριος και Θεός, το τρίτο πρόσωπο της Αγ. Τριάδος, ομόθρονο και αχώριστο από τον Πατέρα και τον Υιό. Στην Κ.Δ. μάλιστα φαίνεται ολοκάθαρα να ομιλεί, να δίνει εντολές στους αποστόλους, να αποφασίζει, να ερευνά, να λυπάται, να καθοδηγεί τον Απ. Παύλο, να τελεί τα Μυστήρια κ.α. Όχι μόνο και αυτή η Ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, δια του Αγ. Πνεύματος και Μαρίας της Παρθένου επετεύχθη, αλλά και χωρίς την καθοδήγηση του Παρακλήτου η Εκκλησία δεν θα σταθεροποιείτο στην αλήθεια, θα λοξοδρομούσε θεολογικά στην πορεία της (Ιω. 16,13). Δεν είναι το Άγ. Πνεύμα επομένως δύναμη Θεού και ενέργεια, αλλά έχει θεία δύναμη και ενεργεί ως Θεός. Θεός και Θείο Πρόσωπο επομένως ο Παράκλητος, όχι αφηρημένη δύναμη. Επιπλέον, αν και ουσιαστικά οι ιδιότητες των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι κοινές, υποστατικά το Άγ. Πνεύμα εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα και όχι «και από τον Υιό» (Filioque), σε ακολουθία και των λόγων του Ιησού κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου: «Όταν έλθει ο Παράκλητος…. το Πνεύμα της αληθείας, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, εκείνος θα μαρτυρήσει για μένα» (Ιω. 15,26). Το Άγ. Πνεύμα, χορηγεί τα χαρίσματα στους πιστούς και γενικά στην Εκκλησία Του και αγιάζει τους χριστιανούς.
Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.
Εκκλησία, κατά τον Απ. Παύλο, είναι το μυστικό σώμα του Χριστού, στο οποίο εκείνος αποτελεί την κεφαλήν και μέλη είμαστε όλοι οι βαπτισμένοι χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί (Εφ. 1,22-23/ Α’ Κορ. 12,12 κ.ε. /Κολ. 1,18). Είναι ακόμη, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, ο Ιησούς παρατεινόμενος στους αιώνες. Ο Ιησούς Χριστός μίλησε για την άμπελον, που είναι Εκείνος, και για τα κλήματα, που είμαστε εμείς οι πιστοί. Όσο τα κλήματα παραμένουν ενωμένα με τον κύριο κορμό της αμπέλου και αντλούν από τους θείους χυμούς της Ζωής τόσο περισσότερο ζουν και παράγουν καρπούς καλούς. Όσα κλήματα αποκόπτονται από την άμπελον -και στο βαθμό που αποκόπτονται- ξεραίνονται και αχρηστεύονται και στη φωτιά τα ρίχνουν και καταστρέφονται (Ιω. 15,4 κ.ε.). Αυτό συμβαίνει σε εκείνους που δεν συμμετέχουν στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, δεν τροφοδοτούνται από τη Χάρη Του, δεν προσεύχονται, δεν γνωρίζουν προσωπικά τον Χριστό και αρνούνται το θέλημά Του. Να γιατί ο Χριστός διευκρινίζει πως χωρίς Αυτόν τίποτε ουσιαστικό δεν μπορεί να γίνει στον κόσμο (Ιω. 15,5).Η Εκκλησία είναι λοιπόν «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15) και διαφυλάσσει την αλήθεια που «άπαξ δια παντός παραδόθηκε στους χριστιανού» (Καθολική Επιστολή Ιούδα, παρ. 3). Διακρίνεται δε σε στρατευόμενη (οι πιστοί πάνω στη γη) και σε θριαμβεύουσα, που την αποτελούν οι άγιοι και οι άγγελοι στους πνευματικούς ουρανούς «Στην οικία του Πατέρα μου πολλές μονές υπάρχουν» (Ιω. 14,2, βλ. και 5,8-9/ 8,3). Η Εκκλησία, σύμφωνα με το Σύμβολο της Πίστεώς, είναι Μία γιατί ένας είναι ο αρχηγός και ιδρυτής της, ο Ιησούς Χριστός. Ακόμη, είναι Μια, όπως μία είναι η πίστη, ένα το σώμα του Χριστού, ένα το Βάπτισμά μας. Είναι Αγία γιατί άγιος είναι ο Τριαδικός Θεός και το έργο της είναι ο αγιασμός των ανθρώπων. Καθολική είναι η Εκκλησία γιατί αγκαλιάζει όλους όσοι στα πέρατα του κόσμου θα θελήσουν να ενταχθούν στην ποίμνη της. Αποστολική είναι γιατί διαδόθηκε από τους αποστόλους στα πέρατα του κόσμου, και γιατί οι αλήθειες της είναι οι αυτές με εκείνες που οι απόστολοι κήρυξαν και προσέφεραν στην ανθρωπότητα.
Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
Ο σκοπός του ανθρώπου κατά την επίγεια πορεία του είναι η απόκτηση του Αγ. Πνεύματος. Αυτό πραγματοποιείται δια της συνενέργειας Θεού και ανθρώπων (στροφή της θέλησης προς τον Θεό, προσευχή, άσκηση κ.α.) και δια των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Η Εκκλησία αποτελεί τη δεξαμενή της Θ. Χάριτος και μέσω των 7 Μυστηρίων, η Χάρη του Θεού διοχετεύεται στον κόσμο και αγιάζει την κτίση. Μυστήριο εισαγωγικό για να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του Χριστιανού αποτελεί το Βάπτισμα. Μετά από αυτό κάθε άνθρωπος ανήκει πλέον σε δύο οικογένειες: την φυσική και την πνευματική δια του Βαπτίσματος. Ο Χριστός παρήγγειλε στους μαθητές Του να βαπτίζουν τους ανθρώπους στο όνομα της Αγ. Τριάδος (Ματθ. 28,19). Ο ίδιος μάλιστα βαπτίσθηκε και έγινε παράδειγμα για όλους. Όταν βαπτισθεί ο πιστός, αναγεννιέται σε μια νέα ζωή και συγχωρούνται όλες οι προ του Βαπτίσματος αμαρτίες. Λέγεται «λουτρόν παλιγγενεσίας» και «χάρισμα υιοθεσίας». Με τα Μυστήρια ο πιστός: Αυξάνει (Βάπτισμα), κινείται και δυναμώνει (Χρίσμα), τρέφεται (Θεία Ευχαριστία), θεραπεύεται (Μετάνοια- Εξομολόγηση, Ιεροσύνη, Ευχέλαιο), οδηγείται στην ένωση και πολλαπλασιάζεται (Γάμος). Που σημαίνει ότι η Χάρη του Θεού αγκαλιάζει κάθε σχέση, γεγονός, δραστηριότητα της ζωής των ανθρώπων. Τα Ι. Μυστήρια δεν είναι μαγικές τελετές, ούτε κοινωνικά γεγονότα, αλλά απαιτούν την ελεύθερη συνεργασία μας για να μας μεταμορφώσουν υλικοπνευματικά.
Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.
«….Ο Απ.Παύλος, που αρπάχτηκε στον Παράδεισο και άκουσε θείες και άρρητες αποκαλύψεις (Β΄ Κορ. 12,1-4), αποκαλύπτει σε μας ότι ‘Όσοι ζούνε κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου δεν θα πεθάνουν, αλλά θα αρπαχθούν μαζί με τους νεκρούς που θα έχουν ήδη αναστηθεί, μέσα σε νεφέλες, σε συνάντηση του Κυρίου στον αέρα. Και έκτοτε θα είμαστε όλοι μαζί με τον Κύριο’ (Α΄ Θεσ. 4,15-17). Ο Προφήτης Ησαΐας προφητεύει: ‘Θα αναστηθούν οι νεκροί και θα σηκωθούν οι πεθαμένοι και θα ευτυχήσουν πλέον οι πιστοί’ (26,19). Ο Χριστός αναγγέλλει: ‘Έρχεται ώρα κατά την οποία όλοι οι νεκροί θα ακούσουν την φωνή του του Υιού του Θεού’ (Ιω. 5, 28), διότι ο ίδιος είναι ‘Η ανάσταση και η ζωή’ (Ιω. 11, 25). Οι άνθρωποι δεν θα είναι πλέον φθαρτοί και θνητοί, αλλά θα διάγουν όπως οι άγγελοι. Δεν θα αρρωσταίνουν, δεν θα παντρεύονται, ούτε θα τεκνοποιούν (Λουκ. 20, 35-36). Θα λάμπουν μάλιστα αντλώντας δόξα από το ένδοξο αναστημένο Σώμα του Χριστού (Φιλ, 3, 21). Ενώ λοιπόν θα είναι το δικό μας και πάλι σώμα μετά την ανάσταση, ωστόσο άλλη θα είναι η λαμπρότητα και το μεγαλείο και οι ιδιότητες των αναστημένων σωμάτων σε σχέση με τα παρόντα σώματά μας, αλλά και άλλη θα είναι η διαφορά λάμψης μεταξύ θεωμένων αγίων και απλών πιστών.
‘Αστέρι από αστέρι, άλλωστε, διαφέρει κατά την λάμψη’, αποκαλύπτει ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορ. 15,35 κ.ε.). Η Χάρη του Θεού δεν κάνει διακρίσεις, αλλά ο καθένας θα την βιώνει σε διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με την κάθαρσή του και την αγιοπνευματική του πρόοδο όσο ζούσε στη γη. Θα είμαστε δε όλοι, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, στην ηλικία των 33 ετών, κατά την οποία ο Θεάνθρωπος αναστήθηκε και αναλήφθηκε. Η ερώτηση ‘πώς θα συναρμολογηθούν τα σώματά αφού θα έχουν διαλυθεί» δείχνει έλλειψη πίστεως, διότι ο Θεός – Παντοδύναμος από το μηδέν έπλασε τα πάντα.
Τα μέλη μας θα μας αποδοθούν ακέραια, ακόμα και αυτά που κάηκαν στην φωτιά ή τα έφαγαν τα σκουλήκια. Η υπόσταση του ανθρώπου δεν καταργείται με τον θάνατο. Η ψυχή έχει επικοινωνία με τα στοιχεία του σώματός της και μόνο προσωρινά διακόπτεται η ενότητα μεταξύ τους (Γρηγόριος Νύσσης). Γι’ αυτό σεβόμαστε το ανθρώπινο σώμα, δεν το θεωρούμε στην Εκκλησία φυλακή της ψυχής, απλό ένδυμα ή ευτελές υλικό, όπως αντιμετωπίστηκε από διαφόρους φιλοσόφους στην Αρχαία Ελλάδα ή όπως αντιμετωπίζεται στα ασιατικά θρησκεύματα. Η τιμή που του αποδίδουμε εκφράζεται στην Ακολουθία της Κηδείας, μετά την οποία θάβεται με σεβασμό στη γη και περιμένει τον καιρό της εγέρσεώς. Δεν είναι σύμφωνη με την Ορθόδοξη θεολογία η καύση των σωμάτων, αφού δείχνει απιστία ή πίστη στην μετενσάρκωση, απομάκρυνση από τις ευσεβείς παραδόσεις μας και δηλώνει άγνοια της δυνατότητας αφθαρσίας πολλών λειψάνων, που επιφυλάσσει ο Θεός ως δώρο, και σε ανύποπτο χρόνο, σ’ αγίους Του και που δεν θα τα είχαμε αν καίγαμε τα σώματα των αγίων.
Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
Οι μοναδικοί ερμηνευτές των θείων αληθειών, Πατέρες της Εκκλησίας, διδάσκουν ότι ο Θεός ο ίδιος είναι ο Παράδεισος και η Κόλαση για τους ανθρώπους. Το άκτιστο φως του Θεού προσφέρεται ως αγάπη και προς τους κολασμένους. Θα το αισθάνονται όμως ως φωτιά που θα καίει, ενώ οι δίκαιοι, το ίδιο αυτό φως, θα το βιώνουν ως δροσιά και ατέλειωτη ευτυχία. Ο καθένας μας διαλέγει το δρόμο του και δεν μπορεί ο Θεός να παραβιάσει πόρτες συνειδήσεως, αφού μας έπλασε ελεύθερους και σέβεται απόλυτα αυτήν μας την ελευθερία. Όπως ακριβώς το κερί λιώνει στον ήλιο χωρίς να φταίνε οι ακτίνες του ηλίου, αλλά οι ιδιότητες του κεριού και όπως ακριβώς ο πηλός ξεραίνεται στον ήλιο, λόγω των ιδίων και πάλι ιδιοτήτων του, έτσι και οι άνθρωποι εξ ιδίας θελήσεως και πράξεως συναλλάσσονται με τον Θεό. Στην πέρα του τάφου ζωή δεν υπάρχει προσωπική μετάνοια, παρά μόνο οι προσευχές της Εκκλησίας, τα μνημόσυνα, με τα οποία παρακαλούμε το Θεό «υπέρ της ανακουφίσεως και παραμυθίας των ψυχών» των κεκοιμημένων πιστών. Στην αιώνια ζωή θα καταργηθεί φυσικά και το κακό, όπως και ο θάνατος. Το κακό είναι η απουσία του καλού. Δεν είναι ιδιαίτερη υπόσταση, αλλά υποστασιάζεται όσο το καλό υποχωρεί. Όπως και το σκοτάδι, που δεν είναι ουσία, αλλά έλλειψη του φωτός. Όταν το έλεος και το φως του Θεού γεμίσουν τα πάντα, τότε φυσικά και το κακό και το σκοτάδι θα εξαλειφθούν από την πλάση του Θεού. Ακόμη, τα πυρίμορφα τέκνα του Θεού στην αιώνια απόλαυση θα βαδίζουν από δόξα σε δόξα, ενώ κατά φιλανθρωπία Θεού, στους κολασμένους δεν θα πολλαπλασιάζεται η οδύνη, αν και διαβαθμίσεις θα υπάρχουν και στον Παράδεισο καί στην Κόλαση (Ματθ. 10,15), αναφορικά και με τα λόγια του Χριστού ότι πολλές μονές περιμένουν τους πιστούς στο σπίτι του Πατέρα Του (Ιω. 14,2). Τέλος, Παράδεισος και Κόλαση θα είναι αιώνιες καταστάσεις. ‘Απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον’ (Ματθ. 25,46).
Η λέξη Αμήν στα εβραϊκά σημαίνει ‘ας γίνει έτσι’, γνωστό ως ‘γένοιτο’, και επιβεβαιώνει τα προηγουμένως εκτεθέντα. Το εβραϊκό ρήμα αμάν δηλώνει εξάλλου αξιοπιστία. Σήμαινε συμφωνία, προσευχή, δέσμευση νομική. Η καταφάσκουσα έννοια στη θ. Λατρεία ισχύει στον Ιουδαϊσμό, τον Χριστιανισμό και τις αραβικές χώρες. Ο Χριστός χρησιμοποιούσε συχνά την έκφραση αυτή και μάλιστα στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, και στα τελικά λόγια του Κυρίου περί της επανόδου Του για να κρίνει ζώντες και νεκρούς, ο Ιωάννης και η Εκκλησία απαντούν με το ‘αμήν, ναι έρχου Κύριε Ιησού’ (22,20), που εκφράζει συμφωνία συνειδήσεως και προσευχής με τα λεγόμενά Του. Πολλές προσευχές και ύμνοι της Εκκλησίας έχουν αυτήν την κατάληξη. Αυτό ισχύει όχι μόνο πνευματικά, αλλά και υλικά, αφού ο πιστός γνωρίζει ότι κοινωνάει κάθε φορά το θεωμένο σώμα και αίμα του Χριστού. Τους ανήγγειλε ότι φεύγοντας θα τους στείλει τον Παράκλητο για να βαπτισθούν και να ενδυναμωθούν ώστε να γίνουν μάρτυρές Του σε όλη τη γη (Πράξ. 1,8). Η ιεραποστολή επομένως είναι η βασική αποστολή της Εκκλησίας, αλλά και ημών των χριστιανών.
Το «Πιστεύω» αποτελεί και είναι μια βασική και θεμελιώδη Ομολογία Πίστεως που αγκαλιάζει συνοπτικά όλες τις αλήθειες της Χριστιανικής-Εκκλησιαστικής ζωής. Θεωρείται και είναι ένα θεολογικό αριστούργημα των Πατέρων της Εκκλησίας και διασώζει την γνήσια απόλυτη Ι. Παράδοση της Εκκλησίας με κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
(α) Η αρχαιότητα ό,τι είναι δηλαδή η διδασκαλία του Χριστού και των Αγ. Αποστόλων,
β) Η καθολικότητα -οι αλήθειες που πάντοτε και από όλους πιστεύονταν στην Αρχαία Χριστιανική Εκκλησία και
γ) Η ομόφωνη συμφωνία-διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεταιποτέ και για κανένα λόγο να προσθέσει ή να αφαιρέσει τίποτε από αυτό. Αμήν»
+Οικ. Κων.Σπανός