Τρεις Σύγχρονοι Άγιοι

Ο Άγιος Πορφύριος.
Ο κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στην Εύβοια, στην επαρχία της Καρυστίας, από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς. Σε μια οικογένεια πολυμελής και φτωχή, ο μικρός Ευάγγελος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Έγινε μοναχός στα δεκατέσσερα του και πήρε το όνομα Νικήτας. Έπειτα από δυο χρόνια έγινε μεγαλόσχημος και λίγο αργότερα του δόθηκε το διορατικό χάρισμα. Το 1926 σε ηλικία είκοσι ενός ετών χειροτονήθηκε ιερέας από τον Πορφύριο Γ’, Αρχιεπίσκοπο Σινά και έλαβε το όνομα Πορφύριος. Το 1940, παραμονές του B’ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημέριου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών, όπως έζησε εκεί τριάντα χρόνια ασκώντας ακατάπαυστα το πνευματικό του έργο, ανακουφίζοντας καθημερινά τον πόνο και τις ασθένειες των ανθρώπων. Τα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του αποσύρθηκε στο Άγιον Όρος, στα Καυσοκαλύβια όπου μυστικά και αθόρυβα εκοιμήθει.

Ο Άγιος Παΐσιος.
O άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου 1924 από ευλαβείς γονείς στα Φάρασα της Καππαδοκίας. Στην βάπτιση του, ο όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης τον ονόμασε Αρσένιο για να τον αφήσει καλόγερο στη θέση του. Ο Παΐσιος πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Κόνιτσα της Ηπείρου και στους δύσκολους καιρούς λόγω της ξένης κατοχής και του εμφυλίου που ακολούθησε επέδειξε αξιοθαύμαστο θάρρος και αυτοθυσία τόσο ώς πολίτης ως και στρατιώτης. Έπειτα θέλησε να γίνει μοναχός. Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου και στην συνέχεια στη Ιερά Μονή Φιλοθέου. Στις 12 Μαρτίου 1956 έλαβε το όνομα Παΐσιος χάρη στον Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον Β’ που ήταν και συμπατριώτης του. Διετέλεσε έναν θαυμαστό βίο μέχρι τις 12 Ιουλίου 1994 όπου και εκοιμήθει στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης έπειτα από μάχη με καρκίνο στο παχύ έντερο.

Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης.
Γεννήθηκε στο Λιβίσι της Μικράς Ασίας στις 5 Νοεμβρίου 1920 και έζησε τα παιδικά του χρόνια στον ξεριζωμό των Ελλήνων από τη Μ. Ασία. ‘Εζησε δύσκολα χρόνια μεγάλης ανέχεια ώσπου το 1925 η οικογένεια του μετακινήθηκε στα Φάρακλα της Β. Εύβοιας, όπου ο γέροντας διδάχτηκε εκκλησιαστικά γράμματα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής του χωριού. Από μικρή ηλικία έδειχνε κλίση προς τον μοναχισμό και άρχισαν να διαφαίνονται τα πρώτα του χαρίσματα. Αφού κλήθηκε και απολύθηκε από τον στρατό, το 1951 επέλεξε να εισέλθει στη μονή του Οσίου Δαυίδ στην Εύβοια όπου επικρατούσε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Το 1952 ωστόσο ανέλαβε την Ηγουμενία της Μονής και από το 1970 άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής με αποτέλεσμα πολύς κόσμος να έρχεται σε αυτόν για εξομολόγηση και ποιμαντική καθοδήγηση. Τους πόρους που συγκεντρώνονταν από τους πιστούς τους χρησιμοποιούσε για να ασκήσει το σημαντικό φιλανθρωπικό του έργο. Λόγω της σκληρής του άσκησης επιδεινώθηκαν τα καρδιακά προβλήματα που είχε, με αποτέλεσμα να κοιμηθεί στις 21 Νοεμβρίου 1991 αφού πρώτα συμμετείχε και μετέλαβε στη Θεία Λειτουργία των Εισοδίων της Θεοτόκου.