Θεοφάνεια, η φανέρωση του Τριαδικού Θεού.
Η γιορτή που γιορτάζουμε σήμερα έχει πολλά ονόματα. Αλλά κυρίως είναι γνωστή ως Θεοφάνεια, Επιφάνεια, Φώτα. Και γίνεται πολύς λόγος στα τροπάρια: Ο επιφανείς Χριστός ο Θεός ημών. Ο επιφανείς Θεός. Επεφάνη η Χάρις η σωτήριος πάσιν ανθρώποις. Επεφάνη ο Σωτήρ.
Θεοφάνεια λέγεται η εορτή όχι απλώς για τη φανέρωση του Χριστού, που μερικά τροπάρια ειδικότερα αναφέρονται στο ότι επεφάνη ο Κύριος, αλλά διότι φανερώθηκε η Αγία Τριάδα εκεί στον Ιορδάνη. Ο Υιός που βαπτίζεται, ο Πατήρ που ομιλεί άνωθεν και το Άγιο Πνεύμα που κατεβαίνει εν είδει περιστεράς. Και εκείνο που από πολλή ώρα συνέχει την ψυχή μου και μου κάμνει απόψε εντύπωση είναι αυτή η λέξη Επιφάνεια, Θεοφάνεια, η λέξη φανέρωση.
Απόψε, που με όλη μας την καλή διάθεση, με όλη μας την καλή θέληση είμαστε στον ναό και όλοι θα κάνουμε την υπομονή να μείνουμε σ’ όλη τη διάρκεια της ολονύκτιας αγρυπνίας –άξιος ο μισθός όλων· ο Θεός δεν θα μας αφήσει έτσι, θα μας ευλογήσει– πόσο, ας πούμε, θα φανερωθεί μέσα στην ψυχή μας, μέσα στο είναι μας, μέσα στην καρδιά μας, το μυστήριο αυτής της εορτής;
Άλλο είναι, καθώς από μικρά παιδιά γνωρίζουμε ότι είναι Θεοφάνεια, να φαντασθούμε μερικά πράγματα, άλλο είναι, καθώς ακούμε τα τροπάρια τα οποία λένε τις όποιες αλήθειες, κάτι να υποψιαζόμαστε, και άλλο είναι να φανερωθεί το μυστήριο μέσα στην ψυχή σου. Δηλαδή ο όλος Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ο άπειρος Θεός, ο πανάγιος Θεός, που είναι όχι μόνο «πάσης καθαρότητος επέκεινα», πιο πέρα από την καλύτερη καθαρότητα, αλλά ακόμη πιο καθαρός –ως προς όλα ο Θεός είναι πέρα απ’ ό,τι μπορεί να συλλάβει, απ’ ό,τι μπορεί να σκεφθεί ο άνθρωπος– ο Τριαδικός λοιπόν Θεός φανερώνεται.
Φανερώνεται βέβαια όχι ως θέαμα. Φανερώνεται όχι για να εντυπωσιάσει, φανερώνεται όχι, αν θέλετε, απλώς για να κάνουμε γιορτή, να ασχοληθούμε με το θέμα, να έχουμε δουλειά κλπ. Φανερώνεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ο Θεός, το απόλυτο ον, το άπειρο ον, που είναι πέρα από ό,τι μπορεί να συλλάβει κανείς. Έρχεται και μένει μαζί σου και φανερώνεται και σ’ αγαπά και σε αναλαμβάνει και σε κάνει δικό του και σε κάνει όμοιό του. Ο Τριαδικός Θεός. Πόσο, ας πούμε, θα μας φανερωθεί αυτό το μυστήριο απόψε, πόσο θα το νιώσουμε αυτό το μυστήριο; Και δεν θέλει σοφία, για να δούμε ότι δεν γίνονται τα πράγματα όπως πρέπει να γίνουν. Μένει δυστυχώς κεκρυμμένο το μυστήριο.
Ενώ ζούμε απόψε μέσα στο μυστήριο, και το μυστήριο αυτό είναι, για να φανερωθεί στην καθεμιά ψυχή ανάλογα με την πίστη που έχει, η απόδειξη ότι το μυστήριο δεν φανερώνεται είναι το ότι δεν είναι κανείς καθόλου συνεπαρμένος από το όλο μυστήριο. Γυρίζει πάλι στα δικά του, γυρίζει πάλι στη φτώχεια του, γυρίζει πάλι στο να αναζητήσει να γεμίσει την ψυχή του με άλλα πράγματα. Να φάει καλό φαγητό, να πιεί, να διασκεδάσει, να αμαρτήσει κλπ. Τελικά δηλαδή καταφεύγει κανείς στην αμαρτία.
Πόσα άλλα σ’ αυτόν τον κόσμο πρέπει να μας φανερωθούν! Βαπτισθήκαμε και απόψε γιορτάζουμε τη Βάπτιση του Κυρίου, από όπου ξεκινάει και η δική μας η βάπτιση. Πόσο, ας πούμε, φανερώθηκε μέσα στη ψυχή μας αυτό το μυστήριο της βαπτίσεώς μας; Ότι δηλαδή βαπτισθήκαμε στο όνομα της Αγίας Τριάδος, και έγινε όλη αυτή η αναγέννηση. Ή όταν εκκλησιαζόμαστε, είμαστε στη Θεία Λειτουργία και κοινωνούμε. Πόσο φανερώνεται αυτό το μυστήριο μέσα στην ψυχή μας; Πόσο φανερώνεται γενικότερα το μυστήριο της Εκκλησίας μέσα στην ψυχή μας;
Διότι, ξέρετε, δεν μπορούν να σταθούν όλα αυτά που κάνουμε. Είναι μια υποκρισία. Δηλαδή υπάρχει ο Θεός ή δεν υπάρχει; Υπάρχει ο Θεός, ο οποίος γεννήθηκε, έγινε άνθρωπος, και απόψε γιορτάζουμε τη Βάπτισή του; Αυτό αν είναι αλήθεια, και είναι αλήθεια, πρέπει να έχει το αποτέλεσμα που πρέπει να έχει, διότι όλα αυτά έγιναν για όλους μας και για τον καθένα μας.
Να μην υπάρχει κανένας που να μην έχει γευθεί τη Γέννηση, τη Βάπτιση του Χριστού, τη δική του γέννηση εν Χριστώ, τη δική του βάπτιση εν Χριστώ. Να μην υπάρχει κανείς που να μην έχει γευθεί αυτό το πανάγιο σώμα του Κυρίου, αυτό το τίμιο και πανάγιο αίμα του Κυρίου, αυτή την παραδεισένια κατάσταση, αυτή την αγγελική κατάσταση, αυτό το οποίο προσφέρει ο Θεός. Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.
Δεν είναι δυνατόν ο αληθινός Θεός να αρκείται, δηλαδή δεν είναι δυνατόν όλο το έργο του να ήταν αυτό· υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι είναι χριστιανοί κατ’ όνομα, κάνουν και κάποια πράγματα χριστιανικά, αλλά από κει και πέρα είναι όπως οι άλλοι άνθρωποι. Πόσοι χριστιανοί αισθάνονται, ζουν μέσα τους ότι βρήκαν τον αληθινό Θεό, ότι έχουν μέσα τους τον αληθινό Θεό και ζουν ακριβώς αυτό: «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’ ημών»; Πόσοι χριστιανοί ζουν εν ευφροσύνη και εν αγαλλιάσει; Πόσοι χριστιανοί απολαμβάνουν όλο αυτό που απορρέει από το έργο του Κυρίου και έχουν συνεχώς αυτή τη φανέρωση του μυστηρίου του Θεού μέσα τους όλο και περισσότερο;
Πού να αποκαλυφθεί, να φανερωθεί το μυστήριο του Θεού, το μυστήριο της σωτηρίας στον άνθρωπο, ώστε να είναι χορτασμένη η ψυχή μας και συγχρόνως ακόμη πιο πολύ να επιθυμεί αυτόν τον χορτασμό, και συγχρόνως να έχουμε αυτή τη βεβαιότητα μέσα μας ότι βρήκαμε τον Κύριο, ότι μας βρήκε ο Κύριος, ότι ο Κύριος μας φανερώθηκε! Μπροστά σ’ αυτό, όλα τα άλλα είναι ένα τίποτε. Ανάλογη βέβαια θα είναι η ζωή μας μέσα στον κόσμο ανάμεσα στους άλλους. Γι’ αυτό έχουμε πει ότι συν τοις άλλοις δεν δίνουμε καλή μαρτυρία στον άλλο κόσμο.
Ευχής έργο θα ήταν, καθώς μας περιτριγυρίζουν ένα σωρό κίνδυνοι και ένα σωρό δυσκολίες να συντελέσουν όλα αυτά να γίνει ένα κάτι. Όχι από τους άλλους που ίσως δεν σκέπτονται, αλλά από όσους νομίζουν ότι είναι καλοί χριστιανοί. Πόσο όμως τους αναγνωρίζει ο Θεός ως καλούς χριστιανούς; Και πόσο ο Θεός τους έχει εμπιστοσύνη, για να τους φανερώσει και να τους φανερώνει συνεχώς το μυστήριό του;
Απόψε, όπως κι αν έχει το πράγμα, η εορτή είναι Θεοφάνεια. Ο Θεός φανερώνεται. Αυτό γιορτάζουμε. Κι αν κάθε ώρα, κάθε στιγμή θα ήθελε ο Θεός να φανερωθεί στην ψυχή του καθενός μας, πολύ περισσότερο απόψε που είναι η γιορτή αυτή.
Παρακαλώ, να ταπεινωθούμε, να μετανοήσουμε, να πιστέψουμε, να το επιθυμήσουμε, να δει ο Θεός αν έχουμε καημό μέσα μας, να γίνει ό,τι χρειάζεται από μέρους μας, για να γιορτάσουμε απόψε πράγματι Θεοφάνεια, Επιφάνεια.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Συνάξεις Δωδεκαημέρου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 199 (αποσπάσματα).