του Φώτη Κόντογλου.
Την πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση που νοιώθει ὁ χριστιανός από τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί να τη νοιώσει, με κανέναν τρόπο, όποιος τα γιορτάζει μοναχὰ σαν μία συγκινητική συνήθεια, που είναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου, με τον χειμώνα, με τα χιόνια, με το ζεστό τζάκι.
Μοναχά ο ορθόδοξος χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα, και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη, που έρχεται απὸ έναν άλλο κόσμο, τη θέρμη τοῦ Αγίου Πνεύματος, κατά τον αναβαθμό ποὺ λέγει: «Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται, και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται τη Τριαδική Μονάδι, ιεροκρυφίως».
Ψυχή και σώμα γιορτάζουν μαζί, ευφραίνουνται με τη θεία ευφροσύνη, που δεν την απογεύεται όποιος βρίσκεται μακριά από τον Χριστό. Ενώ ἡ καρδιά του χριστιανού, αυτές τις αγιασμένες μέρες, είναι γεμάτη από την ευωδία της υμνωδίας, γεμάτη ἀπὸ μία γλυκύτατη πνευματικὴ φωτοχυσία, που σκεπάζει όλη την κτίση, τὰ βουνά, τὴ θάλασσα, τον κάθε βράχο, το κάθε δέντρο, την κάθε πέτρα, το κάθε πλάσμα. Όλα είναι αγιασμένα, όλα γιορτάζουνε, όλα ψέλνουνε, όλα ευφραίνονται, όλη ἡ φύση είναι «ως ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού».
Κανείς δεν νοιώθει στην καρδιὰ του τέτοια χαρά, παρὰ μονάχα εκείνος που αγαπά τον Θεὸ και που ζει τις μέρες της ζωής του μαζὶ μὲ τον Θεό, γιατί κανένας άλλος ἀπὸ τον Θεὸ δεν μπορεί νὰ δώσει τέτοια χαρά, τέτοια ειρήνη, κατὰ τον λόγο που είπε ὁ Κύριος στον Μυστικὸ Δείπνο: «Τη δική μου την ειρήνη σας δίνω, δὲν σας δίνω εγὼ την εἰρήνη που δίνει ο κόσμος».
Η χαρά του Χριστού κ’ η ειρήνη είναι αλλιώτικη από τη χαρά κι από την ειρήνη τούτου τοῦ κόσμου. Για τούτο ο άνθρωπος που χαίρεται να πηγαίνει στην εκκλησία, για να πιει απ’ αυτὴ τὴν αθάνατη βρύση της αληθινής χαράς και της ειρήνης, λέγει μαζὶ με τον Δαβίδ: «Εξαπόστειλον, Κύριε, το φως σου και την αλήθειαν σου· αυτὰ με ωδήγησαν καὶ ήγαγον με εις όρος το άγιον σου και εις τα σκηνώματα σου· και εισελεύσομαι προς το θυσιαστήριον του Θεού, προς τον Θεὸν τὸν ευφραίνοντα τὴν νεότητα μου».
Ας γιορτάσουμε λοιπὸν κ’ ἐμείς, αδελφοί μου, τη Γέννηση του Χριστού «εν πνεύματι και αληθεία, εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς», και τότε και τ’ άλλα «προστεθήσεται ημίν», θὰ μᾶς δοθούνε, ήγουν η χαρὰ του σπιτιού, της οικογένειας, της φύσης, της συναναστροφῆς, της αγνής διασκέδασης, γιατί όλα θα τα γλυκαίνει η αγάπη του Χριστού, και θα τα ζεσταίνει η θέρμη Εκείνου που είναι ο ζωοδότης.
Μέγα μάθημα της ταπείνωσης είναι για μας, αδελφοί μου, ἡ Γέννηση του Χριστού. Που γεννήθηκε; Μέσα σε μία φάτνη, σ’ ένα παχνὶ νὰ πούμε καλύτερα, για να νοιώσουμε βαθύτερα τὴν ανείπωτη συγκατάβαση του Θεού, γιατί τ’ αρχαία λόγια κάνουνε να φαίνουνται στα μάτια μας πλούσια και τα φτωχὰ πράγματα. Η μητέρα του, η Υπεραγία Θεοτόκος, μακριὰ απὸ το σπίτι της, ξένη σὲ ξένον τόπο, πήγε και τον γέννησε μέσα σ’ ένα μαντρί. Το βόδι και το γαϊδούρι τον ζεστάνανε με την ανασαμιά τους. Τσομπάνηδες τον συντροφέψανε. Μαζὶ με τα νιογέννητα αρνιὰ λογαριάστηκε ο αμνὸς του Θεού, που ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο από την κατάρα του Αδάμ. Ποιὸς άνθρωπος γεννήθηκε με μεγαλύτερη ταπείνωση;
Ο άγιος Ισαάκ ὁ Σύρος γράφει, στον Λόγο του για την Ταπεινοφροσύνη, τὰ παρακάτω εξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί μου, και να λαλήσω για την υψηλὴ υπόθεση της ταπεινοφροσύνης, κ’ είμαι γεμάτος φόβο, σαν εκείνον τον άνθρωπο που ξέρει πως θὰ μιλήσει γιὰ τον Θεό. Γιατί η ταπεινοφροσύνη είναι στολὴ της θεότητας. Γιατί ο Λόγος του Θεού που έγινε άνθρωπος, αυτὴ ντύθηκε, κ’ ήρθε σε συνάφεια μαζί μας μ’ αυτή, παίρνοντας σώμα σαν το δικό μας. Κι όποιος τη ντύθηκε, αληθινὰ έγινε όμοιος μ’ Εκείνον, που κατέβηκε απὸ το ύψος Του, και που σκέπασε την αρετὴ της μεγαλωσύνης Του και τη δόξα Του με την ταπεινοφροσύνη. Κι αὐτὸ έγινε για να μην κατακαεί η κτίση απὸ τη θωριά Του. Γιατί η κτίση δεν μπορούσε να τον κοιτάξει , αν δεν έπαιρνε ένα μέρος απ’ αυτὴ (το σώμα), κ’ έτσι μίλησε μ’ αυτή. Σκέπασε τη μεγαλωσύνη Του με τη σάρκα, και μ’ αυτὴ ήρθε σε συνάφεια μαζί μας, με το σώμα που επήρε απὸ την Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία. Ώστε, βλέποντας τον εμείς πως είναι απὸ το γένος μας και πως μας μιλά σαν άνθρωπος, να μην τρομάξουμε απὸ τη θωριά Του. Γι’ αυτό, όποιος φορέσει τη στολὴ που φόρεσε ο Κτίστης (δηλαδὴ την ταπεινοφροσύνη), τον ίδιον τον Χριστὸ ντύθηκε».
Η φάτνη είναι η ταπεινὴ καρδιά, που μοναχὰ σ’ αυτὴ πηγαίνει και γεννιέται ὁ Χριστός.
Η Εκκλησία μας φωτοβολὰ μέσα στὸ χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τη Γέννηση του Κυρίου. Απὸ μέσα της ακούγεται μία υπερκόσμια υμνωδία, σαν εκείνη που ψέλνανε οι άγγελοι τη νύχτα που γεννήθηκε ο Κύριος, «ήχος καθαρὸς εορταζόντων». […]