Φώτη Κόντογλου,
 
Η πιό φοβερή και η πιό ανεξιχνίαστη δύναμη στόν κόσμο είναι ο Χρόνος, ο Καιρός. Καλά-καλά τί είναι αυτή η δύναμη δέν τό ξέρει κανένας, κι όσοι θελήσανε νά τήν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Τό μυστήριο τού Χρόνου απόμεινε ακατανόητο, κι άς μάς φαίνεται τόσο φυσικός αυτός ο Χρόνος. Τόν ίδιο τόν Χρόνο δέ μπορούμε νά τόν καταλάβουμε τί είναι, αλλά τόν νοιώθουμε μοναχά από τήν ενέργεια πού κάνει, από τά σημάδια πού αφήνει πάνω στήν πλάση. Η μυστηριώδης πνοή του όλα τ αλλάζει. Δέν απομένει τίποτα σταθερό, ακόμα κι όσα φαίνονται σταθερά κι αιώνια. Μιά αδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει όλα τά πάντα, μέρα-νύχτα, κι αυτή τήν άπιαστη καί κρυφή κίνηση δέ μπορεί νά τή σταματήσει καμμιά δύναμη. Τούτο τό πράγμα πού τό λέμε Χρόνο, τό έχουμε συνηθίσει, είμαστε έξοικειωμενοι μαζί του, αλλιώς θά μάς έπιανε τρόμος, άν είμαστε σέ θέση νά νοιώσουμε καλά τί είναι καί τί κάνει. Όπως είπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αιώνες αιώνων, αδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι όλα τ αλλάζει μέ μία καταχθόνια δύναμη, άπιαστος, αόρατος, ανυπάκουος, τόσο, πού νά τόν ξεχνά κανένας καί νά θαρρεί πώς δέν υπάρχει, αυτός πού είναι τό μόνο πράγμα πού υπάρχει καί πού δέ μπορεί η διάνοιά μας, μέ κανέναν τρόπο, νά καταλάβει πώς κάποτε δέν θά υπάρχει, πώς θά καταστραφεί, πώς θά λείψει. Πώς, αφού αυτό τό «κάποτε» είναι ο ίδιος ο Χρόνος; Πώς μπορεί νά φανταστεί κανένας πώς κάποτε θά πάψει νά υπάρχει αυτό τό ίδιο τό «κάποτε»;

Άν λείψει ο Χρόνος θά λείψουνε όλα τά πάντα. Αυτός τά γεννά, κι αυτός πάλι τά λυώνει, τά κάνει θρύψαλα, καί τά εξαφανίζει. Γι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες λέγανε στή Μυθολογία τους πώς ο Κρόνος, δηλαδή ο Χρόνος, έτρωγε τά παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορά καί θάνατος είναι τ ακατάπαυστα έργα του. Ενώ βρίσκεται γύρω μας, απάνω μας, μέσα μας, δέν τόν νοιώθουμε ολότελα, αυτόν τόν ακατανόητο άρχοντά μας, αυτόν πού είναι φίλος κ εχθρός μας, γιατί αυτός μάς φέρνει όλα τά καλά πού μάς χαροποιούνε, κι όλα τά κακά πού μάς πικραίνουνε. Μάς δίνει τή γέννηση, τή γλυκειά λέξη τής ζωής, τή χαρά τής νιότης, τή δύναμη τής αντρείας, μάς δωρίζει παιδιά, εγγόνια, έργα λαμπρά πού μάς ξεγελούνε, κάθε λογής ευχαρίστηση κι ανάπαψη. Καί πάλι, ο ίδιος μάς δίνει τίς στενοχώριες, τίς θλίψεις, τούς πόνους, τίς αρρώστειες, τό απίστευτο άλλαγμα καί χάλασμα τού κορμιού μας καί τών έργων, πού κοπιάσαμε νά τά κάνουμε, καί στό τέλος μας ποτίζει τό φαρμάκι από τό ίδιο ποτήρι πού μάς πότισε τό γλυκό κρασί τής χαράς, δίνοντάς μας τόν θάνατο, σ εμάς καί στούς δικούς μας.

Ώ! ποιός θά πιάσει αυτόν τόν κλέφτη, πού μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τήν ώρα πού κοιμόμαστε καί τήν ώρα πού είμαστε ξυπνητοί, αδιάκοπα, χωρίς νά σταματήσει μήτε όσο ανοιγοκλείνει τό μάτι μας, τριγυρίζει παντού, ολόγυρά μας, μέσα μας, στό φώς καί στό σκοτάδι, μπαίνει σέ κάθε μέρος, στόν ουρανό πού γυρίζουνε τ άστρα καί στά καταχθόνια, σέ κάθε στεριά καί σέ κάθε θάλασσα, σέ κάθε τρύπα, σέ κάθε ζωντανό κι άψυχο, σέ κάθε αρμό τού βράχου, σέ κάθε καρδιά, κι όλα τά παλιώνει, τά τρίβει σάν τή μυλόπετρα, τά κάνει σκόνη καί πάλι από τήν άλλη μεριά ο ίδιος φτιάνει κάθε λογής κτίσμα καί κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τί πού υπάρχει σέ τούτον τόν κόσμο!

Όπως λοιπόν όλα τά πάντα, έτσι κ εμείς οι άνθρωποι είμαστε μπαίγνια στά χέρια αυτού τού ακαταμάχητου γίγαντα, πού είναι μαζί ευεργέτης μας καί τύραννός μας. Καί δεχόμαστε τό ποτήρι πού μάς κερνά μέ τό να χέρι του καί πού ναι γεμάτο γλυκό κρασί, καί πίνουμε, καί τ άλλο ποτήρι πού κρατά στ άλλο χέρι του καί πού έχει μέσα τό πικρό φαρμάκι. Τί είναι λοιπόν αυτό τό σκληρό παιχνίδι πού παίζει μ εμάς αυτό τό τέρας, πού δέν έχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα απ ό,τι έχουνε όσα πλάσματα γεννά καί σκοτώνει, καί πού τό παίζει δίχως νά γελά, μήτε νά κλαίει, αδιάφορος κι ανέκφραστος, κρύος σάν φάντασμα, αυτός ο ίδιος πού ανάβει τή φλόγα τής ζωής;

Αλλοίμονο! Αυτή τήν άσπλαχνη μυλόπετρα πού τ αλέθει όλα στόν κόσμο, τή γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, καί τή φχαριστούμε γιά όσα μάς έκανε πρίν, καί γιά όσα θά μάς κάνει ύστερα, γιά τά πολλά κακά πού θά πάθουμε απ αυτή, κοντά στά λίγα καλά πού θά μάς φέρει καί πού θά μάς τά πάρει βιαστικά. Εμείς είμαστε σάν τούς δυστυχισμένους κατάδικους πού καλοπιάνουνε τόν δήμιό τους, σάν τούς μονομάχους τής Ρώμης πού χαιρετούσανε τόν Καίσαρα, πρίν νά σφάξει ο ένας τόν άλλον, κράζοντάς του: «Χαίρε, ώ Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σέ χαιρετούνε»! Έτσι, κ εμείς, χαιρετάμε τόν καινούργιο Χρόνο πού θά μάς πάει πιό κοντά στό στόμα του γιά νά μάς φάγει, καί χοροπηδάμε καί τραγουδάμε οι δύστυχοι, σάν τά σαλιγκάρια τού Αισώπου, τήν ώρα πού ψηνόντανε.

Τούτος ο υλικός κόσμος είναι τό βασίλειο τού Χρόνου, πού τόν κάνει ν ανθίζει καί νά μαραίνεται αδιάκοπα. Η φθορά είναι ο σκληρός νόμος πού έβαλε απάνω του τούτος ο τύραννος. Μ αυτή τήν άσπαστη αλυσίδα βαστά καί τόν άνθρωπο, σκλάβο ανήμπορον κάτω από τά πόδια του.

Μόνο μία ελπίδα υπάρχει γι αυτόν, νά γλυτώσει από τή φθορά: ο Χριστός, ο λυτρωτής, ο καθαιρέτης τής φθοράς. Εκείνος πού πάτησε τόν θάνατο καί πού είπε: «ο πιστεύων εις εμέ κάν αποθάνη ζήσεται. Εγώ ειμι ο άρτος ο ζών, ο εκ τού ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη εκ τούτου τού άρτου, ζήσεται εις τόν αιώνα»!

Ο απόστολος Παύλος, ο κλειδοκράτορας τού μυστικού κόσμου, λέγει: «Η κτίσις υποτάχθηκε στή ματαιότητα, άθελά της, μέ τήν ελπίδα πώς κι αυτή η κτίση θά λευτερωθεί από τή σκλαβιά τής φθοράς, στήν ελευθερία τής δόξας τών τέκνων τού Θεού. Γιατί γνωρίζουμε, πώς όλη η κτίση αναστενάζει καί πονά μαζί μας ως τώρα. Κι όχι μοναχά η κτίση, αλλά κι εμείς οι ίδιοι πού έχουμε τό Άγιο Πνεύμα μέσα μας, αναστενάζουμε, περιμένοντας τήν υιοθεσία (δηλ. νά γίνουμε τέκνα τού Θεού), ήγουν νά λυτρωθεί τό σώμα μας από τή φθορά». Κι αλλού λέγει: «Άν κατοικεί μέσα σας τό Πνεύμα Εκείνου πού ανάστησε τόν Ιησού, Αυτός πού ανάστησε τόν Χριστό από τούς νεκρούς, θά ζωοποιήσει τά θνητά σώματά σας μέ τό άγιον Πνεύμα, πού κατοικεί μέσα σας».

Ναί. Μοναχά ο Χριστός, πού είναι ο Λόγος τού Πατρός καί πού πήρε απ Αυτόν κάθε εξουσία, θά δώσει τήν αφθαρσία στούς αγαπημένους του, καταργώντας καί τόν χρόνο καί τόν τόπο τής ύλης, από τόν κόσμο τής φθοράς. Νά, τί λέγει ο άγιος Πέτρος γι αυτή τήν αλλαγή: «Ήξει δέ η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί, εν ή ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία δέ καυσούμενα λυθήσονται, καί γή καί τά εν αυτή έργα κατακαήσεται».

Καί στήν Αποκάλυψη είναι γραμμένα τά παρακάτω λόγια γιά τόν καινούργιον κόσμο τής παλιγγενεσίας: «Καί νύξ ουκ έσται εκεί, καί χρείαν ουκ έχουσι λύχνου καί φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτιεί αυτούς, καί βασιλεύσουσιν εις τούς αιώνας τών αιώνων».

Πηγή: Μικρό εορταστικό, Ακρίτας, 2006