Η Οικολογική Κρίση ως Πνευματική Κρίση
Η κρίση στη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα το σύγχρονο κόσμο και να προκαλεί εκδηλώσεις που εκφράζουν ανησυχία. Είναι όμως εξαιρετικά περίεργο το γεγονός ότι ενώ βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα που μαρτυρούν την καταστροφή της φύσεως από τον άνθρωπο, δεν υπάρχει τις περισσότερες φορές η παραμικρή υποψία ότι η κρίση δεν είναι μόνο επιστημονική ή τεχνολογική, αλλά πρωτίστως και προπάντων είναι κρίση πνευματική.
Στην ορθόδοξη θεολογία τονίζεται με έμφαση η πνευματική διάσταση της οικολογικής κρίσεως και προβάλλεται ανάλογη θεώρηση του κόσμου και της ζωής για την υπέρβασή της.
Πρέπει να τονισθεί ότι πριν λίγες μόλις δεκαετίες ο κόσμος δεν μιλούσε για οικολογική κρίση, ούτε καν για οικολογικό πρόβλημα. Η οικολογική κρίση αποτελεί σύγχρονο φαινόμενο. Ταυτόχρονα όμως δεν είναι αυτόνομο ή αυτοτελές φαινόμενο, αλλά αποτελεί συνέχεια και μεταξέλιξη σειράς προηγουμένων διεργασιών και κρίσεων, που ανάγονται στην εσωτερική κρίση του ανθρώπου. Και η κρίση αυτή αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος όχι μόνο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που είχε πάντοτε στο επίκεντρο της φροντίδας της τον άνθρωπο και τα προβλήματά του, αλλά και ολόκληρης της βιβλικής αλλά και της πατερικής θεολογίας. Πρέπει μάλιστα εξαρχής να υπογραμμισθεί ότι δεν είναι δυνατό να εννοήσουμε σωστά τη σύγχρονη οικολογική κρίση και να μιλήσουμε ούσιαστικά για την αντιμετώπιση ή την υπέρβασή της, αν δεν λάβουμε υπόψη τις απαρχές της, που επισημαίνονται στο χώρο της βιβλικής αλλά και της πατερικής θεολογίας.
Γι’ αυτό το λόγο στις λίγες αυτές γραμμές που ακολουθούν, υπογραμμίζουμε την πρωταρχική κρίση του ανθρώπου, που δημιουργεί η αμαρτία και η πολλαπλή διάστασή του, για να προσπαθήσουμε να εξετάσουμε στη συνέχεια μέσα από το πρίσμα της διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας την περαιτέρω εξέλιξή της ως την οικολογική κρίση που ζούμε στις ημέρες μας.
Με την πτώση δια της παρακοής της εντολής που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, ο άνθρωπος δεν διαφοροποιεί απλώς τη στάση του απέναντι στην υπόλοιπη δημιουργία, αλλά κυρίως εναντιώνεται στο θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό και στη βάση της οικολογικής κρίσεως βρίσκεται η επιθυμία του ανθρώπου να γίνει θεός χωρίς το Θεό. Θέλει να «τελειωθεί» και να τελειοποιήσει τη ζωή του κάνοντας τα πάντα και χρησιμοποιώντας τα πάντα. Κινείται αγνοώντας το θέλημα του Θεού και αρνούμενος να επωμισθεί την προσωπική ευθύνη για τις πράξεις του. Ο τρόπος που ζεί και ενεργεί ο σημερινός άνθρωπος θυμίζει την περιγραφή του προπατορικού αμαρτήματος στην Παλαιά Διαθήκη, όπου παρουσιάζεται εναργέστατα η αλήθεια αυτή. Εκεί ο άνθρωπος περιφρονεί την εντολή του Θεού και μεταθέτει την ευθύνη των πράξεών του σε άλλους. Το ίδιο επαναλαμβάνει και σήμερα, οταν ενεργεί εγωκεντρικά και αρνείται να αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης για το συσσωρευμένο στον κόσμο κακό, αγνοώντας τον Θεό και αντιπαραθέτοντας τον εαυτό του προς ό,τι «δεν είναι εγώ» αδυνατεί να αγκαλιάσει με αγάπη τους συνανθρώπους του αλλά και το περιβάλλον. Ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό βρίσκεται στη βάση της απομακρύνσεώς του από τον άλλο άνθρωπο, από το φυσικό περιβάλλον αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτό σε τελευταία άνάλυση το αμάρτημα αυτό άποτελεί την πρωταρχική αιτία και τον κεντρικό άξονα της οικολογικής κρίσεως.
Η ευθύνη και η υπαιτιότητα του ανθρώπου για την πτωτική αυτή κατάσταση, που συμπεριέλαβε ολόκληρη την κτίση και σήμερα παρουσιάζεται ως οικολογική κρίση, τονίζεται εντονότερα στην Καινή Διαθήκη. Ο Απόστολος Παύλος επισημαίνει ιδιαίτερα ότι η κτίση υποτάχθηκε άθελα στη ματαιότητα και τη δουλεία: «Τη γάρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ούχ εκούσα, αλλά διά τον υποτάξαντα». Στο χωρίο αυτό φαίνεται καθαρά όχι μόνο ότι η κτίση και άνθρωπος βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση κατά την πορεία τους στο χρόνο και την ιστορία, αλλά και ότι η συνήθως αποκαλούμενη «άψυχη» και θεωρούμενη «άβουλη» φύση υποτάχθηκε στην κατάσταση αυτή χωρίς τη δική της θέληση.
Έχοντας αυτό το βιβλικό ύπόβαθρο και οι Πατέρες της Εκκλησίας επισημαίνουν ότι η υπόδουλη κατάσταση της κτίσεως δεν αποτελεί φυσική της εξέλιξη. Στα κείμενά τους η κτίση παρουσιάζεται ως θύμα, αφού εξαιτίας του ανθρώπου χάνει την κοσμική θέση και τον αρχικό της κανόνα, έστω και αν από κάποιους αυτό θεωρείται ως φυσική της κατάσταση. Γι’ αυτό άλλωστε η κτίση αρνείται να υποταγεί στον παραβάτη άνθρωπο.
Δεν είναι τυχαίο ότι εξαρχής η σωστή χρήση της κτίσεως συνδέθηκε με τη νηστεία. Η κεντρική θέση που κατέχει η νηστεία στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι τυχαία ούτε άσχετη με το θέμα που εξετάζουμε. Η νηστεία και η λιτότητα δεν είναι κάποια τυπική ή συμβατική πράξη, αλλά εκούσια στέρηση από τροφή, που ενεργοποιεί τη συνείδηση της εκ των έξω εξαρτήσεως του ανθρώπου. Η συνείδηση αυτή έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα για την ηθική. Με τη νηστεία που ασκεί ο άνθρωπος αποδεχόμενος την εντολή του Θεού, εκφράζει την υπακοή του και δηλώνει τη συγκατάθεσή του να ομοιωθεί με το Θεό αναγνωρίζοντας ότι είναι κτιστός· με άλλα λόγια αποδέχεται ότι έχει είναι δώρο του Θεού. Αντίθετα η άκριτη χρήση που συνδέεται με την παρακοή, αποτελεί την έμπρακτη αμφισβήτηση ότι είναι κτιστός. Είναι αυτή που, όχι μόνο οδήγησε τον άνθρωπο στην απομάκρυνση και αλλοτρίωση από το Θεό, αλλά καταδίκασε και ολόληρη την κτίση, που συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νύν.
Εδώ ωστόσο είναι ανάγκη να διευκρινισθεί ότι η αληθινή νηστεία δεν μπορεί να εκφράζεται ως περιφρόνηση ή αδιαφορία του ανθρώπου για την υλική δημιουργία.
Ο κόσμος σήμερα, παρά τις άφθονες διακηρύξεις για τον υλισμό του, είναι στο βάθος του τόσο ιδεαλιστικός, ώστε στην ουσία να μισεί και να περιφρονεί τον κόσμο και την ύλη. Μια αδικαιολόγητη υπερηφάνια του ανθρώπου απέναντι στην υπόλοιπη δημιουργία και ένα σύμπλεγμα ανωτερότητας του υπαγορεύουν να βλέπει ό,τι υπάρχει γύρω από αυτόν ως μέσο και απλό χρηστικό εργαλείο, που τον βοηθά να κατακτήσει τους σκοπούς του, με την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων, την καταστροφή του περιβάλλοντος, την μόλυνση των ποταμών και των θαλασσών, τη ρύπανση της ατμόσφαιρας κ.λπ. .
Όμως το τραγικό είναι οτι δεν θίγονται καθόλου οι πνευματικές βάσεις και δεν αμφισβητούνται τα «θεολογικά» κριτήρια του πολιτισμού, που έθρεψε και επέβαλε αυτήν τη στάση ζωής απέναντι στον κόσμο. Η οικολογική κρίση αποτελεί ως φαινόμενο περίτρανη απόδειξη της αλλοτριώσεως του κτιστού ανθρώπου από τον άκτιστο Θεό και αποτέλεσμα της αποκοπής των όντων και της ζωής από τον όντως Όντα και την όντως Ζωή. Εδώ βρίσκεται άλλωστε η αιτία κάθε ανθρώπινου προβλήματος, η πηγή κάθε κρίσεως και κάθε κακού. Ο Μ. Βασίλειος σημειώνει: «Τούτό έστι το κακόν, η του Θεού αλλοτρίωσις». Αυτή φέρνει τον άνθρωπο σε αντίθεση προς τον κόσμο και προς τον ίδιο τον εαυτό του. Και αυτό είναι επόμενο, γιατί ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό, όπως και ο κόσμος.
Αν δεν οδηγηθεί ο άνθρωπος το ταχύτερο σε σωστή σχέση με τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου, που οικοδομείται στη σωστή σχέση με τον Θεό, δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στην οικολογία και το περιβάλλον. Η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας όχι μόνο με κείμενα αλλά προπάντων με την εμπειρία και βίωση του ευχαριστιακού και αντικαταναλωτικού ήθους μπορεί να προσφέρει στο σημερινό άνθρωπο χειραγωγία για διέξοδο από την κρίση.
Ανέστη Κεσελόπουλου Καθηγητού ης Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πηγή: Αφιέρωμα στον Όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, σελ 119-122, Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου – Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Άγια Μετέωρα, 2007