Διάβασα τη συνέντευξη του ακαδημαϊκού και από την 1/1/2015 προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών κου Δημήτρη Νανόπουλου, στην Realnews (21/12/2014), η οποία φαίνεται στο τέλος της σελίδας,  και έμεινα σκεπτικός και μετέωρος, όχι τόσο για αυτά που είπε σχετικά με την πολιτικο-οικονομική κατάσταση της χώρας, που εν πολλοίς με βρίσκουν σύμφωνο, αλλά για αυτά που είπε για τα κοσμολογικά θέματα.
Ο κος Νανόπουλος φαίνεται υπεραισιόδοξος για τα επιτεύγματα της επιστήμης. Πιστεύει ότι η επιστήμη θα δώσει απάντηση στο πώς ήρθαμε σ’ αυτόν τον κόσμο («είμαι απολύτως βέβαιος», είπε) και υποστήριξε ότι το σύμπαν ολόκληρο και ο άνθρωπος ο ίδιος, είναι ένα τυχαίο γεγονός! Για τον κο Νανόπουλο «ο Θεός είναι η φύση». Μια θέση γνωστή από την αρχαιότητα, που την υποστηρίζουν μέχρι σήμερα διάφοροι υλιστές και άθεοι.

Όταν όμως, ένας διαπρεπής φυσικός του δικού του αναστήματος διατυπώνει απόψεις σε κοσμολογικά θέματα που κατ’ ουσίαν είναι περισσότερο φιλοσοφικά-μεταφυσικά (εφόσον θίγουν ζητήματα της αρχής του σύμπαντος, της ζωής, της συνειδητότητας του ανθρώπου, κ.λπ.) νομίζω ότι θα πρέπει να είναι πιο συγκρατημένος και να μην ταυτίζει προσωπικές του θέσεις και απόψεις με τα επιστημονικά δεδομένα ή γεγονότα.

Κατ’ αρχάς, ο κόσμος, η φύση στο σύνολό της, είναι αιτιατόν και όχι αίτιον. Ούτε αυτοαίτιον μπορεί να θεωρηθεί, διότι, ως γνωστόν, «τίποτα δεν προέρχεται από το τίποτα». Πολύ περισσότερο ένα αριστοτεχνικά οργανωμένο και πολύπλοκο σύστημα, όπως είναι, ο κόσμος, η φύση. Ούτε αιώνιος μπορεί να θεωρηθεί ο κόσμος, διότι υπόκειται στο νόμο της εντροπίας και σύμφωνα με τους επιστήμονες θα έχει κάποιο τέλος, και άρα, είχε αρχή.

Τη βεβαιότητα του ότι ο άνθρωπος θα ανακαλύψει τα μυστικά του σύμπαντος και της ζωής, δεν τη συμμερίζονται άλλοι διαπρεπείς συνάδελφοί του, όπως π.χ. ο καθηγητής Γιώργος Γραμματικάκης ή ο Καναδός αστροφυσικός Hubert Reeves. Ο τελευταίος είπε ότι «η ερώτηση, από πού ερχόμαστε, πιστεύω ότι θα μείνει αναπάντητη και ίσως ποτέ δεν θα καταφέρουμε να δώσουμε οριστική απάντηση» (Καθημερινή, 23/2/2014).

Είναι γνωστό στους επιστήμονες ότι το 96% της υλοενέργειας του σύμπαντος είναι σκοτεινή, και δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτήν. Ό,τι γνωρίζει η επιστήμη για το σύμπαν αφορά μόνο στο 4% της ύλης! (Δ. Σιμόπουλος, Ελευθεροτυπία, 24/7/2008), γεγονός που αναγνωρίζει ο ίδιος ο κ. Δ. Νανόπουλος (Τύπος Θεσσαλονίκης, 13/3/2011).

Επιπλέον, οι μαθηματικοί υπολογισμοί για την αυτόματη γένεση της ζωής στη γη (ή έστω οπουδήποτε αλλού) τυχαίως, δείχνουν ότι η πιθανότητα είναι σύμφωνα με τον κοσμολόγο Fred Hoyle 1 στις 101040000 , ένας αριθμός αρκετά μεγάλος—μεγαλύτερος από τον αριθμό ατόμων του σύμπαντος—ώστε να θάψει τον Δαρβίνο και τη θεωρία του, κατά τον ίδιο τον Hoyle! (Evolution from Space, σελ. 141, 142). Ο ίδιος, μαζί με τον αστρονόμο C. Wickramasinghe, τονίζουν ότι, «ένα καινούργιο τζάμπο τζετ έχει περισσότερες πιθανότητες να συναρμολογηθεί από έναν ανεμοστρόβιλο, ο οποίος φυσάει πάνω από ένα σωρό θρύψαλα ενός τέτοιου αεροπλάνου, παρά να δημιουργηθεί μια ζωή με τα συστατικά της έπειτα από τυχαίες διαδικασίες!» Τα ίδια υποστηρίζει και ο αθεϊστής Ζακ Μονό στο πολύκροτο βιβλίο του Η τύχη και η αναγκαιότητα (σελ. 187, 188). Κατά τον Μονό η πιθανότητα εμφάνισης της ζωής a priori ήταν σχεδόν μηδενική.

Αυτό και μόνο αρκεί για να καταδείξει το εντελώς αβάσιμο της θεωρίας της τύχης ή τυχαιότητας. Σύμφωνα με τα λεξικά, τύχη είναι «ο απροσδιόριστος και στερούμενος σκοπού παράγοντας που θεωρείται ότι ορίζει ανεξήγητα συμβάντα». Αλλά, η τύχη ή τυχαιότητα, δεν μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικά 1) τη συνεχή επανάληψη των φυσικών γεγονότων, 2) την κανονικότητα, την ευρυθμία, και την ευταξία των φαινομένων, 3) την ύπαρξη φυσικών νόμων, 4) την αρμονική συνεργασία διαφορετικών και αντίθετων φαινομένων ή πραγμάτων στη φύση.

Ακόμη και ένας σκεπτικιστής σαν τον David Hume, παραδέχθηκε ότι η επιστήμη βασίζεται στην παρατήρηση κανονικών, επαναλαμβανομένων γεγονότων (βλ. An Enquiry Concerning Human Understanding). Αλλά η τύχη δεν είναι δύναμη που μπορεί να παράγει γεγονότα κανονικά και επαναλαμβανόμενα. Η τύχη είναι σύμπτωση, άλογη, μη-επαναλαμβανόμενη, αρνητική έννοια, και όχι μια αιτία δημιουργική ή πραγματική παραγωγική δύναμη. Η τύχη οδηγεί στην αταξία και όχι στην αυτό-οργάνωση, την τάξη. «Απορρίπτω την υπόθεση της τύχης», γράφει ο διαπρεπής καθηγητής της αστρονομίας στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια Trinh Xuan Thuan, «επειδή δεν μπορώ να πιστέψω ότι η αρμονία, η συμμετρία, η ενότητα και η ομορφιά του κόσμου… στους ιδιοφυείς και κομψούς νόμους της φύσης, αποτελούν προϊόν απλά και μόνο της τύχης» (Χάος και αρμονία, 2004, σελ. 528).

Ο κος Νανόπουλος, μεταξύ άλλων, κάνει λόγο για την «αρχή της αβεβαιότητας» του W. Heisenberg για να εξηγήσει το «τυχαίον» του σύμπαντος, αλλά βεβαίως, ως γνωστόν, η αρχή της αβεβαιότητας διέπει τον μικρόκοσμο και όχι τον μεγάκοσμο, όπου ισχύουν σταθεροί φυσικοί νόμοι, έστω στατιστικού χαρακτήρα όπως θεωρούνται, π.χ. οι νόμοι της παγκοσμίου έλξεως, της κινητικής, της κινήσεως των πλανητών (νόμοι του Kepler), κ.α. Άλλωστε, ο ίδιος ο Heisenberg, παρά την ανακάλυψή του αυτή, αναφέρθηκε στην «ύπαρξη Θεού τάξεως» (Gott der Zentralen Ordnung) και όχι στην τύχη.

Η θεωρία των υπερχορδών, εξάλλου, την οποία επικαλείται ο κος Νανόπουλος, είναι μια εριζόμενη, ανεπιβεβαίωτη θεωρία (βλ. Paul Davies και G. Brown, Υπερχορδές—Η Θεωρία των Πάντων;, εκδ. Κάτοπτρο και Lee Smolin, Θεωρία χορδών. Όλα ή τίποτα;, εκδ. Τραυλός, 2008) που ελάχιστα μπορεί να εξηγήσει την προέλευση και την λογική δομή του σύμπαντος. Το σύμπαν, ως γνωστόν, διέπεται από τέσσερις παγκόσμιες σταθερές (ισχυρή πυρηνική δύναμη, ασθενής πυρηνική δύναμη, ηλεκτρομαγνητισμός, βαρύτητα) που οδηγούν στην περίφημη ανθρωπική αρχή. Σύμφωνα με αυτήν, όπως την διετύπωσαν οι Frank J. Tipler και John D. Barrow, όλα τα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε και υπάρχει, σαν να προεγνώριζε ότι θα ερχόταν σε ύπαρξη ο άνθρωπος! Γιατί, αν παρέκλιναν αυτές οι δυνάμεις κατ’ ελάχιστον (ένα εκατομμυριοστό του εκατομμυριοστού!) το σύμπαν θα κατέρρεε στη γένεσή του, δεν θα σχηματίζονταν τα άστρα, δεν θα υπήρχε η γη, ούτε ζωή στη γη, ούτε ο άνθρωπος. Επ’ αυτής της σημαντικής κοσμολογικής αρχής (που την εκλαΐκευαν στη χώρα μας οι καθ. Β. Ξανθόπουλος και Γ. Γραμματικάκης), προφανώς, δεν είχε τίποτα να πει ο κος Νανόπουλος. Την αποσιώπησε, διότι έρχεται σε φανερή αντίθεση με τις πεποιθήσεις του, οι οποίες στηρίζονται στην τύχη ή τυχαιότητα, αν και σε κάποια παλαιότερη αναφορά του θέλησε απλά να την υπονομεύσει, αντιτείνοντας ότι, «δεν του καίγεται καρφάκι του σύμπαντος για εμάς», χαρακτηρίζοντας τη θεωρία του πολυσύμπαντος «το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της τελεολογίας» (Τύπος Θεσσαλονίκης, 13/3/2011).

Αλλά, όσον αφορά τα «πολλά παράλληλα σύμπαντα», ή πολυσύμπαντα (multiverse), πρόκειται για μια άλλη, καινούργια θεωρία, που διατυπώθηκε το 1980 από τον Άλαν Γκουθ και τον δικό μας Δημοσθένη Καζάνα, χωρίς όμως επιστημονική τεκμηρίωση και βάση, που βρίσκει αντίθετους πολλούς κορυφαίους ειδικούς, όπως τον διάσημο αστρονόμο Trinh Xuan Thuan, το φυσικό Μάνο Δανέζη, τον Βρετανό φυσικό Paul Davies, τον Albert Kellner κ.α. Ο πρώτος υποστηρίζει ότι η υπόθεση των πολλαπλών συμπάντων και το τυχαίο που απορρέει απ’ αυτήν, αντιτίθεται στην αρχή της οικονομίας, και είμαι μη επαληθεύσιμα αφού είναι απρόσιτα για τα όργανα μέτρησής μας (οπ. π. σελ. 527, 528). Ο Paul Davies πάλι, με άρθρο του στους New York Times, υποστήριξε ότι το να χρησιμοποιείς θεωρίες για παράλληλα σύμπαντα προκειμένου να εξηγήσεις όσα συμβαίνουν στο δικό σου σύμπαν, θυμίζει περισσότερο μια συζήτηση ανάμεσα σε θεολόγους και εν τέλει παραπέμπει στην ύπαρξη ενός αθέατου Δημιουργού. «Όσο και αν ντύσουμε αυτές τις θεωρίες με επιστημονική ορολογία, για να τις πιστέψουμε χρειάζεται μεγάλες ποσότητες πίστης», είπε χαρακτηριστικά (Εφημερίδα Συντακτών, 19-20/12/2015/, σελ. 89).

Ακόμη, διαβάζουμε ότι, «το γεγονός ότι τα υποθετικά παράλληλα σύμπαντα είναι εξ ορισμού απομονωμένα μεταξύ τους και χωρίς την παραμικρή δυνατότητα επικοινωνίας, καθιστά τη θεωρία αυτή μη επαληθεύσιμη και επομένως μη επιστημονική… Η έννοια του παράλληλου σύμπαντος… αποτελεί μια ιδιαίτερα δημοφιλή ιδέα στη λογοτεχνία και την επιστημονική φαντασία» (Βασίλης Αθανασόπουλος, Επιταχυντής LHC, Περισκόπιο της Επιστήμης, τ. 402, σελ. 25).

***

Μετά την ανάγνωση της συνέντευξης του ακαδημαϊκού Δ. Νανόπουλου, έφερα στο μυαλό μου τη συνέντευξη του Δημήτρη Χριστοδούλου, διαπρεπούς μαθηματικού (που τιμήθηκε με το βραβείο Bocher, αντίστοιχο του Nobel) ο οποίος μιλώντας στο δημοσιογράφο Θανάση Λάλα (Το Βήμα, 11/3/2007) και στους Κώστα Γιαννακίδη και Γεράσιμο Δομένικο (Ε της Ελευθεροτυπίας), μεταξύ άλλων είπε ότι, «η φυσική αρμονία είναι έργο Θεού και η απόδειξη βρίσκεται στη λογική δομή του σύμπαντος. Δείτε τον Παρθενώνα. Λέτε να έπεσαν μόνες τους οι πέτρες και να κατασκευάστηκε στην τύχη; […] Για εμένα ο Θεός είναι ο μουσικοσυνθέτης του Σύμπαντος. […] Μέσω των μαθηματικών… προσεγγίζω αυτή την αρμονία που αντιπροσωπεύει την ύπαρξη του Θεού». Στο ερώτημα αν θα φτάσουμε στο σημείο που θα ξέρουμε τα πάντα, απάντησε: «Με τίποτα… Η επιστήμη είναι στα σπάργανα και στο μέλλον θα λένε για μας περίπου όσα λέμε εμείς για τους αρχαίους Αιγυπτίους».

Ταπεινοφροσύνη εξέφρασε και ο Αϊνστάιν, ο οποίος είπε ότι «είναι αρκετό να στοχάζομαι τη θαυμάσια δομή του σύμπαντος… και να προσπαθώ ταπεινά να κατανοήσω ακόμα ένα απειροελάχιστο μέρος της νοημοσύνης που εκδηλώνεται στο σύμπαν». Επίσης, ο Νομπελίστας φυσικός Richard Feynman παραδέχτηκε: «Και σήμερα υπάρχουν πολλά που δεν τα καταλαβαίνουμε. Αυτό δεν εκτιμάται όσο πρέπει και οι άνθρωποι πιστεύουν ότι βρίσκονται πολύ κοντά στην τελική απάντηση. Όμως, δεν νομίζω ότι ισχύει κάτι τέτοιο…» (Υπερχορδές—Η Θεωρία των Πάντων;, σελ. 227).

Τέλος, ο γνωστός Αγγλο-Αμερικανός φυσικομαθηματικός Freeman Dyson παραδέχτηκε: «Δεν γνωρίζουμε ακόμη τις απαντήσεις στα περισσότερα σημαντικά ερωτήματα. Η φύση είναι πιο έξυπνη από εμάς».

Ο Αϊνστάιν, ο Richard Feynman, ο Freeman Dyson και ο Δημήτρης Χριστοδούλου δεν είναι οι μόνοι που έχουν τέτοιες απόψεις. Από μια προσωπική μου έρευνα διαπίστωσα ότι σ’ αντίθεση με θεωριολόγους φυσικούς και δαρβινιστές βιολόγους, οι μεγαλύτεροι φυσικοί και ιδιαίτερα οι μαθηματικοί από τον 17ο αιώνα και εντεύθεν, όπως οι René Descartes, Blaise Pascal, Isaac Newton, Gottfried Wilhelm Leibniz, Leonard Euler, Carl Friedrich Gauss, James Jeans, Michael Faraday, Dmitri Mendeleev, Alfred North Whitehead, Max Planck, Paul Dirac, Kurt Gödel, John Nash κ.α. υπήρξαν ταπεινόφρονες επιστήμονες και μάλιστα θεϊστές, υποστηρικτές της έννοιας της δημιουργίας από Θεό-Δημιουργό και όχι από θεά-τύχη.

ΥΓ: Ο κος Νανόπουλος, στη συνέντευξή του, επικαλείται τον Πλάτωνα και τον Descartes, τους οποίους δεν θεωρεί «αλλαφροΐσκιωτους». Ωστόσο, ο μεν Πλάτων πίστευε σε υπερκόσμιο Θεό και έλεγε «ο Θεός αεί γεωμετρεί», ο δε Descartes ήταν τόσο βέβαιος για την ύπαρξη του Θεού ώστε έκτος από το περίφημο «σκέφτομαι, άρα υπάρχω», έλεγε και το «σκέφτομαι, άρα υπάρχει Θεός» (Je pence, donc Dieu est).