Το ιερό πρόσωπο της Παναγίας, στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους είναι μοναδικό, διότι δεν υπάρχει στον αγγελικό και ανθρώπινο κόσμο τίποτε που να είναι ίσον ή μείζον της αγίας Θεοτόκου Παρθένου, καθώς αποτελεί μέρος του απερινοήτου μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. Μετά τον Τριαδικό Θεό Αυτή κατέστη το κύριο πρόσωπο, το οποίο συνέβαλε ουσιαστικά στην υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Οι Πατέρες της Εκκλησίας σημειώνουν πως για την υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, ο Θεός έδωσε τον Υιό και Λόγο Του και η ανθρωπότητα έδωσε την Παναγία. Γίνεται η κλίμακα από την οποία κατέβηκε ο Θεός στη γη, για να μπορέσει ο άνθρωπος να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου, να ατενίσει την ωραιότητα του προπτωτικού κάλλους και να πορευθεί προς τη θέωση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, τιμά την Παναγία και με την τιμή της από το λαό του Θεού, συνδέονται δύο σημαντικά γεγονότα της ζωής της: Η Κοίμηση και η ένσωμη Μετάστασή της στους ουρανούς. Η εορτή αυτή με διαφορετική μορφή και ονομασία απαντάται στην ιεροσολυμητική παράδοση ήδη από τον 2ο αι. Η καθιέρωση της, όπως και όλων των θεομητορικών εορτών, πραγματοποιήθηκε περί τα μέσα του 5ου αι., μετά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Ως το γεγονός της Μεταστάσεως της Θεοτόκου, η προσέγγιση, αυτή που στηρίζεται στην πατερική διδασκαλία είναι ότι κάνοντας για λόγο περί μεταστάσεως της Θεοτόκου, νοούμε την ανάσταση του σώματός της Θεοτόκου από το μνημείο, την ένωσή του με την ψυχή της και την εν σώματι ανάληψή της. Στη νέα πραγματικότητα της καινής κτίσεως, που εγκαινιάζει η Ανάσταση του Χριστού, κλονίζεται και καταργείται η εξουσία του θανάτου στον άνθρωπο. Ο θάνατος, ο μεγάλος εχθρός της ανθρώπινης υπάρξεως, γίνεται κοίμηση και πέρασμα από την πρόσκαιρη στην αιώνια ζωή, μετάβαση στην αφθαρσία και την αθανασία. Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι πλέον προσωρινός, αφού μετά την ανάσταση του Κυρίου υπάρχει η βεβαιότητα της αναστάσεως. Αυτό που προσδοκεί ο άνθρωπος είναι η κοινή ανάσταση, η ζωοποίηση των νεκρών σωμάτων και η ένδυση των φθαρτών με αφθαρσία. Αυτό που αναμένουμε να συμβεί, όταν θα έλθει ο Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του, σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας μας, ήδη έχει συμβεί στην Θεοτόκο. Αναφωνεί χαρακτηριστικά ο ιερός υμνογράφος «νενίκηνται της φύσεως οι όροι» στο πρόσωπο της Θεοτόκου, σκεπτόμενος τα υπερφυσικά γεγονότα που συνέβησαν με τον τοκετό της Αειπαρθένου και με το θάνατο της. Ενώ λοιπόν ήταν παρθένος συνέλαβε ασπόρως και γέννησε αφθόρως, χωρίς να βλαφθεί η παρθενία της, και στο τέλος της επίγειας ζωής της ο θάνατος δεν προξένησε φθορά και διάλυση, αλλά ζωή και αφθαρσία. Η Θεοτόκος, ως απόγονος του Αδάμ, έφερε την ευθύνη της φθοράς και του θανάτου και υπέστη το φυσικό θάνατο, όπως τον υφίσταται όλο το ανθρώπινο γένος. Εφόσον όμως ήταν η Μητέρα του Θεού Λόγου, γεύθηκε μεν τον ανθρώπινο θάνατο, στη πραγματικότητα όμως ο θάνατος της πλέον δεν ήταν θάνατος αλλά ζωοκοίμητος μετάστασις.
Προς τούτο και η κοίμηση της Θεοτόκου δεν λέγεται θάνατος αλλά «μετάστασις ή εκδημία ή ενδημία», και λέγεται μεν εκδημία διότι εξεδήμησε από το σώμα και ενδημία διότι ενεδήμησε προς τον Κύριο. Ως Μητέρα της ζωής έγινε σύνοικος της Ζωής. Η απουσία πληροφοριών στην Καινή Διαθήκη όπως και σχετικών αναφορών στα δογματικά κείμενα των Οικουμενικών Συνόδων, πάνω στο ζήτημα της αφθαρσίας του σώματος της Θεοτόκου, παραπέμπει κατ’ ανάγκη σε ό,τι έχει αποτυπωθεί στην εκκλησιαστική συνείδηση κατά την ιερά παράδοση μέσα από την εορτολογική παράδοση και τη πλούσια πατερική γραμματεία. Πάντοτε ήταν αποδεκτή από το πλήρωμα της Εκκλησίας η μετάσταση της Θεοτόκου. Πολλοί πατέρες έχουν γράψει λόγους και εγκώμια στην Κοίμηση, που διδάσκουν και υμνούν το γεγονός της μετάστασης. Η Εκκλησία γιορτάζει πανηγυρικά την κοίμησή και τη μετάσταση της Θεοτόκου και διασώζει την αρχαία και αληθή παράδοση της Εκκλησίας γι’ αυτό το Θεομητορικό γεγονός. Από τους Πατέρες, ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου κάνει σαφή λόγο για την Κοίμηση και τη μετάσταση της. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ο Ανδρέας Κρήτης και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο πιο ένθερμος κήρυκας της Μετάστασης, συνοψίζοντας μάλιστα τη δογματική διδασκαλία των Πατέρων που έζησαν πριν από αυτόν, βασιζόμενος, όπως ο ίδιος ομολογεί, πάνω σε «αρχαίαν και αληθεστάτην Παράδοσιν». Επιπρόσθετα, για το γεγονός της μετάστασης μαρτυρούν στα έργα τους, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο Γερμανός Α’ Κωνσταντινουπόλεως, το Μηνολόγιο του Βασιλείου του Πορφυρογέννητου, ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο Μάρκος ο Ευγενικός, ο Νικόλαος Καβάσιλας, και πλήθος άλλων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων.
Πηγή