Ψήγματα Ορθόδοξης Παράδοσης
Η σημασία της πίστεως στην πνευματική ζωή
Χωρίς την πίστη δεν μπορεί κανένας άνθρωπος να προχωρήσει στην πνευματική ζωή. Για να προχωρήσει κανείς και να αγωνισθεί πρέπει να πιστέψει, αλλιώς δεν υπάρχει λόγος να αγωνιστεί και να κάνει οτιδήποτε για να προχωρήσει στην πνευματική εν Χριστώ ζωή. Με μία απλή ανάγνωση ακόμη στο Ευαγγέλιο θα δούμε ότι ο Θεός, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, πάντοτε ρωτούσε τους ανθρώπους πριν να τους δώσει κάποιο χάρισμα ή να τους θεραπεύσει θαυματουργικά, αν πιστεύουν. Τους έλεγε μάλιστα, «η πίστις σου σέσωκέ σε», «πορεύου εις ειρήνην» και πολλά άλλα τέτοια με τα οποία είναι γεμάτο το Ευαγγέλιο, τα οποία δείχνουν ότι εκείνο που πραγματικά ζητά από μας ο Θεός είναι η πίστη. Η βάση όλης της πορείας μας είναι η πίστη. Όμως ταυτόχρονα γνωρίζουμε ότι δεν είναι εύκολο πράγμα ο άνθρωπος να πιστέψει. Ακόμα κι αυτός που πιστεύει δεν έχει, συνήθως, αυτή την τελειότητα της πίστης. Υπάρχουν βαθμίδες και τρόποι πίστης.
Είναι κάτι που το ζούμε και εμείς οι ίδιοι καθημερινά και στον εαυτό μας και στους αδελφούς μας. Πιστεύουμε στον Θεό, θέλουμε να πιστεύουμε, πλην όμως έρχεται ώρα μέσα από περιστάσεις ποικίλες, είτε γιατί ακούσαμε κάποια θεωρία, κάποια αντίρρηση, είτε διότι μας συνέβη κάτι το παράδοξο και το θλιβερό και για πολλούς άλλους λόγους, που δοκιμάζεται η πίστη μας. Διαπιστώνουμε ότι δεν έχουμε τόση πίστη όση έπρεπε. Ένα απλό παράδειγμα: το μικρό καθημερινό πρόγραμμα το οποίο ο καθένας έχει στη ζωή του, όσον αφορά την πνευματική ζωή, εκείνη τη μικρή προσευχή που προσπαθεί ο καθένας να κάνει, τον μικρό κανόνα τον οποίο έχει κάθε άνθρωπος στον εαυτό του, πόσες φορές τον αφήνουμε και τον αμελούμε. Αν εξετάσουμε, θα δούμε ότι εκείνο που μας λείπει είναι η θέρμη της πίστης. Οι Πατέρες της Εκκλησίας είτε από τον εαυτό τους ως αγωνιστές που ήταν, είτε ως πνευματικοί ιατροί, διαπίστωσαν ότι ο άνθρωπος για να προχωρήσει στην πνευματική ζωή χρειάζεται πίστη και ότι αυτή είναι το κεφάλαιο με το οποίο ο άνθρωπος μπαίνει μέσα στον χώρο της εν Χριστώ ζωής. Ταυτόχρονα διαπίστωσαν ότι η πίστη έχει πολλές βαθμίδες και πρέπει ο άνθρωπος να φτάσει σε ένα σημείο που να διακατέχεται ολόκληρος από αυτή την πίστη, για να μπορεί να προχωρήσει και να αντισταθεί και να φανεί γενναίος. Όταν θα έρθουν οι δύσκολες ώρες των πειρασμών και των θλίψεων και θα απειλείται η ύπαρξή του να αφανιστεί ολόκληρη, εκείνη την ώρα χρειάζεται η πίστη.
Πως ο άνθρωπος λοιπόν μπορεί να δυναμώσει την πίστη του; Οι Πατέρες της Εκκλησίας μέσα από τη δική τους εμπειρία μας έδωσαν τρία βασικά όπλα, εφόδια και πηγές από τις οποίες θα μπορέσουμε να αντλήσουμε τη δύναμη της πίστεως. Πρώτη πηγή είναι η προσευχή. Ο άνθρωπος προχωρά μέσα στην πίστη, όταν προσεύχεται. Για να προσευχηθεί βέβαια χρειάζεται πίστη. Η προσευχή είναι και μητέρα και θυγατέρα της πίστεως και γεννά την προσευχή η πίστη, αλλά και δυναμώνει την πίστη η προσευχή. Με τη μικρή πεποίθηση ότι ο Θεός υπάρχει και μας καλεί κοντά του, ο άνθρωπος καλείται να αγωνιστεί στην προσευχή. Σήμερα ζούμε σε μία εποχή που ο άνθρωπος δυσκολεύεται να προσευχηθεί. Όμως ο Θεός μέσα στην άπειρή του πρόνοια και την πολλή αγάπη και συγκατάβαση στην εποχή μας έδωσε τη δεύτερη πηγή της πίστεως άφθονη, τη μελέτη. Η μελέτη του λόγου του Θεού, η δυνατότητα να διαβάζουμε όλοι ανεξαιρέτως. Παλαιότερα οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν αγράμματοι και αναλφάβητοι και δεν ήξεραν να διαβάζουν και αναπλήρωναν τη μελέτη εκείνη και τη γνώση μέσα από την πρακτική εργασία και κυρίως την προσευχή τους. Σήμερα όλοι μας ξέρουμε να διαβάζουμε και είναι πολύ εύκολο να έχεις ένα βιβλίο. Επειδή λοιπόν για μας σήμερα είναι ευκολότερο, δεν μπορούμε να εννοήσουμε ότι πριν ακόμα πενήντα εξήντα χρόνια ήταν δύσκολο να βρείς ένα πνευματικό βιβλίο, ένα Ευαγγέλιο, και όσο πάμε πίσω ήταν ακόμη δυσκολότερο. Θα έπρεπε να ήσουν πολύ πλούσιος άνθρωπος, για να έχεις μία Αγία Γραφή, γιατί όλα ήταν χειρόγραφα και δεν κυκλοφορούσαν εύκολα βιβλία. Τότε πήγαιναν στην Εκκλησία και εκεί περίμεναν να ακούσουν το Ευαγγέλιο. Ελάχιστοι είχαν μερικά βιβλία. Σήμερα έχουμε τη δυνατότητα της μελέτης, της ανάγνωσης όπως την ονομάζουν οι Πατέρες. Τα όπλα του χριστιανού είναι η προσευχή πρώτα, ως έχουσα περισσότερη δύναμη και μετά η μελέτη, ως δυναμωτική στην πνευματική υγεία. Οι άνθρωποι της εποχής μας μαθαίνουν από μικρά παιδιά να διαβάζουν συνέχεια. Πιο εύκολα μπορεί να διαβάσουν σήμερα για μία ώρα, αλλά δύσκολα να προσευχηθούν για μία ώρα. Έχουμε αυτή την ευλογία να έχουμε πλήθος βιβλίων. Σχεδόν όσα βιβλία έχουν γράψει οι άγιοι Πατέρες έχουν εκδοθεί. Γιατί λοιπόν η μελέτη είναι τόσο σημαντική για την πνευματική μας ζωή; Δεν είναι γιατί θα γεμίσουμε το κεφάλι μας με γνώσεις, δεν είναι διανοητική υπόθεση η προσευχή ή η πίστη. Και αυτό βέβαια, θα μας δώσει γνώσεις αρκετές, ικανές και ισχυρές να αντιμετωπίσουμε τις αντιρρήσεις που θα έρθουν για την πίστη μας. Το πιο σημαντικό βέβαια είναι ένα πνευματικό μυστήριο που συνοδεύει τη μελέτη. Τα έργα αυτά που η Εκκλησία μας έχει, το Ευαγγέλιο, η Αγία Γραφή, τα έργα των αγίων Πατέρων, οι ύμνοι της Εκκλησίας, οι προσευχές των Αγίων είναι γραμμένα με το Πνεύμα το Άγιο. Δεν είναι αποτελέσματα στοχασμού. Οι Πατέρες δεν ήταν στοχαστές. Είχαν ένα άλλο μυστήριο, έγραφαν κατόπιν ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο ομιλούσε μέσα τους και αυτοί έγραφαν αυτά που ο Θεός έλεγε μες στην καρδιά τους και επειδή ήταν άνθρωποι Άγιοι Πνεύματι Αγίω τρεφόμενοι, ελάλησαν και έγραψαν εκ Πνεύματος Αγίου. Τα κείμενα των Αγίων είναι γραμμένα με το Άγιο Πνεύμα. Έτσι η ψυχή του ανθρώπου όταν διαβάζει τα κείμενα των Αγίων, κοινωνεί με την ενυπάρχουσα σ’ αυτά τα κείμενα χάρη του Αγίου Πνεύματος και τρέφεται από τη χάρη εκείνη. Αισθάνεται ο άνθρωπος ότι μελετώντας τα κείμενα των Αγίων δυναμώνει η ψυχή του. Ένας λόγος όμως των Αγίων μπορεί να είναι απλούστατος, όμως έχει δύναμη.
Στο Άγιον Όρος έρχονταν πάρα πολλοί άνθρωποι να δούν τον Άγιο Παΐσιο και είχαν απορίες για διάφορα θέματα. Εμείς καθόμαστε με τις ώρες και κουβεντιάζαμε μαζί τους. Ώρες ολόκληρες δεν έβγαινε τίποτε το σημαντικό. Πήγαιναν στον Γέροντα. Ένα λόγο τους έλεγε και καμία φορά ούτε λόγο, αλλά αστεία ή ακόμα και να τους έδιωχνε, λέγοντάς τους ότι δεν έχει χρόνο, κι όμως ήταν φοβερό πράγμα, αυτός ο λόγος ο ένας άλλαζε τον άνθρωπο ολόκληρο. Τα χίλια λόγια τα δικά μας δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Εκείνου ο λόγος ήταν λόγος εκ του Αγίου Πνεύματος. Σφράγιζε ο Θεός τον δικό του λόγο, όπως και τα λόγια των Αποστόλων και τα έργα τους και τα διά των χειρών τους θαύματα και σημεία και επιβεβαίωνε την παρουσία Του στη ζωή και στα έργα τους. Αυτά ήταν που άλλαξαν την οικουμένη ολόκληρη. Δώδεκα άνθρωποι άλλαξαν ολόκληρη την οικουμένη, εκατομμύρια σήμερα εμείς και ακόμα χάνουμε την πίστη μας ή άλλους τους σκανδαλίζουμε και δεν τους ωφελούμε. Τι μας λείπει; Οι γνώσεις; Μα έχουμε πιο πολλές γνώσεις σήμερα και πιο πολλά μέσα από τους Αποστόλους. Αυτό που μας λείπει είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τα έργα των Αγίων, τα λόγια, τα γραπτά τους είναι φορτισμένα με το Πνεύμα το Άγιο. Εκείνο που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι ακριβώς το ότι μελετώντας το Ευαγγέλιο, τα λόγια και τα έργα των Αγίων η ψυχή μας τρέφεται από αυτή τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και σιγά σιγά χωρίς να το καταλάβουμε αυξάνει μέσα μας η πίστη. Η προσευχή και η μελέτη, λοιπόν, είναι δυό ισχυρά όπλα τα οποία θα μας βοηθήσουν πολύ στην πίστη.
Απαραίτητα στη συνέχεια είναι τα Μυστήρια. Δεν μπορεί ο άνθρωπος στην Εκκλησία να έχει μία θεωρητική σχέση με τον Χριστό. Ο Χριστός δεν είναι θεωρία και διδασκαλία και σύνολο ιδεών. Είναι πρόσωπο ο Χριστός, αληθώς έγινε άνθρωπος και μπορούμε να τον εικονίζουμε και να τον περιγράφουμε και να τον προσκυνούμε περιγραπτόν στις εικόνες, γιατί έγινε κατ’ αλήθεια άνθρωπος, παραμένοντας απολύτως Θεός. Άρα στην Εκκλησία εκείνο το σημείο το οποίο την πίστη μας την κάνει εμπειρία και βγαίνει από τη θεωρία είναι τα Μυστήρια. Όλα τα Μυστήρια καταλήγουν στο κατ’ εξοχήν μέγα μυστήριο της Εκκλησίας τη Θεία Ευχαριστία. Το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας του Αγίου σώματος και αίματος του Χριστού μας. Εκεί ο άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστό. Όταν κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του Χριστού, τότε ο Χριστός μένει μέσα μας. Τότε ενωνόμαστε και γινόμαστε ένα πράγμα μαζί με τον Χριστό. Τότε η πίστη δυναμώνει και παύει να είναι πίστη εισαγωγική. Παύει να είναι μία πίστη τυπική και γίνεται πίστη της θεωρίας, όπως λένε οι Πατέρες, όχι όπως το εννοούμε σήμερα. Θεωρία σήμερα σημαίνει κάτι το θεωρητικό. Η «θεωρία» κατά τους Πατέρες, προέρχεται από το ρήμα ορώ, το οποίο στα αρχαία σημαίνει βλέπω. Άρα θεωρία σημαίνει ότι γι’ αυτούς ο Θεός πλέον είναι ορώμενος, τον βλέπουν, τον ψηλαφούν, τον βιώνουν, τον ζούν και τον έχουν μέσα στην καρδιά τους. Όπως λέμε στη Θεία Λειτουργία για τα τίμια δώρα «υποδεξάμενοι αυτά αξίως σχώμεν τον Χριστόν κατοικούντα και μένοντα εν ταίς καρδίαις ημών». Ο Χριστός να κατοικήσει στην καρδιά μας. Αυτό είναι το ζητούμενο. Όλα καταλήγουν σ’ αυτό το γεγονός. Το πως θα μπορέσουμε να ενωθούμε μαζί με τον Χριστό. Όλα τα άλλα είναι μέσα. Ακόμα και η πίστη, η προσευχή, η ανάγνωση, η νηστεία, η αγρυπνία, η εξομολόγηση είναι μέσα τα οποία μας οδηγούν στον ένα κατεξοχήν σκοπό, να ενωθούμε μαζί με τον Χριστό. Όταν ενωθούμε μαζί με τον Χριστό, τότε όλα αυτά «καταργούνται» και μένει ένα πράγμα, η αγάπη. Και αυτό γιατί ο Θεός είναι παρών. Και όταν ο Θεός είναι παρών, τότε δεν χρειάζεται να τον πιστεύεις είναι ένα πράγμα μαζί σου. Τότε Θεός και άνθρωπος ενώνονται και τότε επιτελείται το μέγα μυστήριο της αγάπης του Θεού με τον άνθρωπο. Κι όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας και ο γάμος ακόμα πρέπει να καταλήξουν εκεί. Τα πάντα γίνονται γι’ αυτόν τον αιώνιο γάμο του ανθρώπου με τον Δεσπότη Χριστό. Και ο γάμος που συνάπτεται στη γη αυτή και ο μοναχισμός δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσα, τα οποία θα μας οδηγήσουν στον αιώνιο γάμο με τον Νυμφίο Χριστό. Θα καταργηθούν κι αυτά και πρέπει να μας οδηγήσουν στον αιώνιο γάμο με τον Χριστό. Και όλα όσα κάνουμε είναι μέσα και εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούμε, για να φτάσουμε στο κέντρο. Στην πράξη της Εκκλησίας κέντρο είναι η Αγία Τράπεζα. Η Ευχαριστία, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Εκείνη την ώρα όπου ο Χριστός ως άνθρωπος προσφέρει σ’ εμάς τον εαυτό του κι εμείς καταλλήλως ετοιμασθέντες ενωνόμαστε μαζί Του, τότε εκείνη την ώρα ο άνθρωπος πλέον φθάνει στον πραγματικό σκοπό της ύπαρξής του. Τότε ο άνθρωπος γίνεται πλέον τέλειος, πλήρης, παραμένει πραγματικά ως ναός του Θεού και τέκνο του Θεού.
Η ταπείνωση, η εξομολόγηση, η μετάνοια με αποκορύφωμα τη Θεία Ευχαριστία οδηγούν τον άνθρωπο στη γεύση και στην κατοίκηση του Θεού μέσα του. Και μετά έρχονται οι «εξετάσεις». Μετά από όλα αυτά όπως ένας μαθητής ο οποίος αφού διαβάζει όλο το χρόνο, παρακολουθεί μαθήματα, πάει σχολείο κ.λπ., πρέπει για να πάει στην επόμενη τάξη να δώσει τις εξετάσεις, έτσι και ο χριστιανός. Οι «εξετάσεις» του μαθητή του Χριστού είναι οι πειρασμοί, οι θλίψεις, οι δοκιμασίες, η αντίσταση , η αποτυχία, η συντριβή του, ασθένειες, καταστροφές, ο ίδιος ο θάνατος που έρχεται μπροστά μας ως έσχατος εχθρός, για να κλονίσει την πίστη μας και να μας αφανίσει ολόκληρους. Όλα όσα μπορεί να συμβούν σε έναν άνθρωπο από πάσα άποψη, και πνευματική και σωματική, είναι πνευματικές εξετάσεις. Εκεί πραγματικά φαίνεται το τι κάναμε τόσο καιρό. Γι᾽ αυτό έλεγε κι ένας Άγιος, κάθε ενάρετη πράξη η οποία δεν σφραγίσθηκε με τον πειρασμό να τη θεωρείς ως έκτρωμα και ότι είναι άχρηστη. Δεν έχει γνησιότητα. Ο άνθρωπος θα φανεί μέσα από τον πειρασμό και τη θλίψη και τη δυσκολία. Γι’ αυτό δεν πρέπει να φοβόμαστε τους πειρασμούς και τις θλίψεις, αλλά διά της πίστεως να περνούμε από αυτό το καμίνι, γνωρίζοντας ότι θα περάσουμε αυτή την κατάσταση και θα βγούμε στην αντίπερα όχθη και εκεί θα δούμε τα μεγαλεία του Θεού. Θα δούμε ότι τελικά τίποτα δεν μπορεί να κάνει κακό στον άνθρωπο. Κανένας και τίποτα. Με ο,τι κι αν μπορεί κανείς να μας απειλήσει, τίποτα δεν μπορεί να μας βλάψει. Γιατί αν ο άνθρωπος έχει την ελπίδα του στον Θεό, ποιόν να φοβηθεί; Ούτε και τον θάνατο τον ίδιο. Αν πιστεύουμε εις Χριστόν Εσταυρωμένον και Αναστάντα, τότε για μας λύθηκε ακόμα και ο θάνατος και η ζωή μας ολόκληρη έχει ένα άλλο πρίσμα με το οποίο βλέπουμε τη ζωή μας. Γι’ αυτό όταν μας πλησιάζουν οι θλίψεις να μην πανικοβαλλόμαστε, αλλά να φαινόμαστε γενναίοι αθλητές και να «χαίρωμεν εν ταίς θλίψεσι». Βέβαια, ανθρωπίνως δεν είναι εύκολο. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να φτάσεις μέχρι το έσχατο όριο της ανθρώπινης αντοχής. Ο Θεός θα σε αφήσει να φτάσεις στο έσχατο όριο της ανθρώπινης δύναμης και αντοχής. Δεν θα έχεις ούτε μία ρανίδα παραπάνω υπομονής να βγάλεις. Κι εκεί που θα νομίζεις ότι όλα έλιωσαν, τότε ο Θεός θα κάνει τη δική του επέμβαση και θα δείς ότι είναι παρών και θα λάβεις δύναμη πίστης και θα γίνεις βεβαιόπιστος, όπως οι Πατέρες αναφέρουν. Μέσα από τους πειρασμούς, τις θλίψεις, τις δυσκολίες, τον θάνατο που αντιμετώπισε και εκεί στην έσχατη ώρα είδε τον Θεό παρόντα, αυτός ο άνθρωπος πλέον έχει φτάσει στα μέτρα εκείνα της πίστεως, όπου ο Χριστός είπε «εάν έχετε πίστη σαν κόκκο σινάπεως, θα κάνετε θαύματα και σημεία στον κόσμο».
Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο της πίστεως, το οποίο μας καλεί η εκκλησία να λάβουμε πάνω μας. Καθημερινά αίροντες τον σταυρό μας «δι’ υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα», τον αγώνα που έχουμε κάθε μέρα μπροστά μας, στο σπίτι μας, στην οικογένειά μας, στη δουλειά μας και γενικά στο περιβάλλον μας. Ένας αγώνας με τον εαυτό μας, την υγεία μας, την οικονομική μας κατάσταση, ακόμα και την ηλικία μας, αφού μεγαλώνουμε και μεγαλώνοντας λιγοστεύει και ο χρόνος της ζωής μας. Τρέχομε στον αγώνα, κοπιάζουμε θλιβόμαστε στους πειρασμούς, αλλά έχουμε ως αντίβαρο την πίστη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Σ’ Αυτόν λοιπόν, πρέπει να βλέπουμε συνεχώς, γιατί αν μας ξεφύγει, θα βουλιάξουμε και θα μας πνίξει η απελπισία, η απόγνωση η θλίψη. Αν τον έχουμε, όμως, συνεχώς ενώπιόν μας λαμβάνουμε δύναμη εξ Αυτού και τρέχουμε μετά προθυμίας, δύναμης και πίστεως τον προκείμενον αγώνα της ζωής μας.
Ορθόδοξη Παράδοση
Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης άρχισαν να γράφονται είκοσι περίπου έτη μετά την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, το τελευταίο από αυτά συγγράφηκε περί το 90 μ.Χ.. Έως ότου λοιπόν γραφούν όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και αποτελεσθεί ο Κανόνας (η συλλογή των βιβλίων) της Κ. Διαθήκης, η διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων παραδιδόταν από στόμα σε στόμα προφορικά. Επιπλέον στα Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία της Κ. Διαθήκης δεν γράφτηκαν όλα όσα δίδαξε και είπε και έκανε ο Κύριος. Όπως γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, υπάρχουν ακόμη:«καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. κα΄25). Είναι , λέει, τόσο πολλά αυτά που έκανε και είπε ο Ιησούς Χριστός, ώστε, εάν γράφονταν ένα-ένα λεπτομερώς δεν θα χωρούσαν όλα τα βιβλία του κόσμου. Γραπτώς αλλά και προφορικώς λοιπόν παραδόθηκαν από τους αγίους Αποστόλους στους διαδόχους τους και από εκείνους στους δικούς τους διαδόχους και έφθασαν μέχρι σε μας αυτές οι διδασκαλίες. Σαφώς το γράφει αυτό ο απόστολος Παύλος προς τους Χριστιανούς με τα εξής: «Στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου (προφορικώς) εἴτε δι’ ἐπιστολῆς (γραπτώς) ἡμῶν» (Β΄ Θεσσαλ. β΄ 15). Αποτελούν οι άγραφες αυτές και προφορικώς παραδεδομένες αποστολικές διδασκαλίες μαζί με τα θεόπνευστα βιβλία, που συνέγραψαν οι μαθητές και Απόστολοι του Κυρίου, τη λεγόμενη Ιερά Αποστολική Παράδοση, η οποία είναι η βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Πίστεως.
Αυτή η άγραφη καταρχάς ιερή Αποστολική Παράδοση λίγο-λίγο στους κατόπιν αιώνες συστηματοποιήθηκε από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας και διατυπώθηκε γραπτώς και περιλήφθηκε στους δογματικούς όρους και τους κανόνες των αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Σε τούτο συντέλεσε και το ότι με την πάροδο των ετών άρχισαν να διαδίδονται μεταξύ των Χριστιανών εσφαλμένες και ψευδείς διδασκαλίες. Τότε λοιπόν οι Επίσκοποι της Εκκλησίας μαζεύονταν και συγκροτούσαν Οικουμενικές Συνόδους. Με οδηγό τη γραπτή διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τη γραπτή ή άγραφη διδασκαλία της Αποστολικής Παραδόσεως, υπό την έμπνευση, το φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος εξέταζαν τις νεοφανείς αιρετικές διδασκαλίες και καταδείκνυαν το ψεύδος και την πλάνη που υπήρχαν σε αυτές και τις καταδίκαζαν. Έτσι διατύπωναν βάσει της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως τα δόγματα και τους όρους της Πίστεως. Κάθε διδασκαλία, η οποία δεν ήταν σύμφωνη προς όσα οι άγιοι Απόστολοι δίδαξαν είτε γραπτώς είτε προφορικώς, καταδικαζόταν. Με τον τρόπο αυτόν, η Ιερή Παράδοση πλουτιζόταν τώρα πλέον με τις εν Αγίω Πνεύματι αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Στις Οικουμενικές Συνόδους έλαβαν μέρος μεγάλοι της Εκκλησίας Πατέρες, όπως ο Μέγας Αθανάσιος στην πρώτη το 325 μ.Χ. στη Νίκαια, ο Θεολόγος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στη δεύτερη το 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη κλπ.. Αλλά και όταν αυτοί για οποιονδήποτε λόγο δεν ήταν παρόντες, λαμβάνονταν σοβαρά υπόψιν τα συγγράμματά τους και η διδασκαλία τους μέχρι σημείου, ώστε ολόκληρη η έκτη Οικουμενική Σύνοδος να υιοθετεί γνώμες και κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου και να γράφει στον 102ο κανόνα της ότι διατυπώνει την απόφασή της: «καθώς ὁ ἱερός ἡμᾶς ἐκδιδάσκει Βασίλειος».
Τοιουτοτρόπως η Ιερά Παράδοση βάσει πάντοτε της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως και της λατρευτικής ζωής της ολοένα αναπτυσσομένης Εκκλησίας ολοκληρώθηκε και συμπληρώθηκε τον όγδοο αιώνα με την έβδομη Αγία και Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 787 μ.Χ.. Έτσι σύμφωνα με τη ζωή της Εκκλησίας και τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως απαρτίσθηκε η ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει και μερικά τα οποία δεν αναφέρονται μεν συγκεκριμένα στην Αγία Γραφή, είναι όμως σύμφωνα με τη διδασκαλία της.
Τι περιλαμβάνει η Ιερά Παράδοση
Περιέχει ό,τι διαλαμβάνει και διδάσκει και η Αγία Γραφή, αλλά και κάτι περισσότερο, μερικά που, όπως και παραπάνω είπαμε, δεν τα έχει η Αγία Γραφή. Να αναφέρουμε μερικά προς κατατόπισή μας. Το να κτίζουμε τις εκκλησίες μας και να προσευχόμαστε κατά Ανατολάς δεν το λέει η Γραφή, είναι της Παραδόσεως. Ομοίως το να κάνουμε το σημείο του Σταυρού, και αυτό της Παραδόσεως είναι. Η τέλεση του Βαπτίσματος, όπως γίνεται, η ευλογία του ύδατος της ιερής κολυμβήθρας, ο νηπιοβαπτισμός, η χρίση του βαπτιζομένου με άγιο έλαιο, η τριττή κατάδυση στο νερό της κολυμβήθρας, η χρίση και σφράγιση του βαπτισθέντος με το Άγιο Μύρο, της Παραδόσεως είναι και αυτά. Από την Παράδοση επίσης είναι ο τρόπος, κατά τον οποίο τελείται η θεία Λειτουργία, όπως και οι διάφοροι λειτουργικοί τύποι, οι ευχές της αγίας Αναφοράς και του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, ο τρόπος της κοινωνίας των πιστών. Ακόμη οι νεκρώσιμες ακολουθίες, τα μνημόσυνα, τα μνημονεύματα ζώντων και τεθνεώτων και άλλα. Όλα αυτά τα διδασκόμαστε από την άγραφη, όπως ήταν στην αρχή, Παράδοση. Και για τα μνημόσυνα λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Οὐκ εἰκῆ ταῦτα (όχι δηλαδή τυχαία και άσκοπα) ἐνομοθετήθη ὑπό τῶν Ἀποστόλων τό ἐπί τῶν φρικτῶν μυστηρίων μνήμην γίνεσθαι τῶν ἀπελθόντων».
Αυτή λοιπόν η Ιερή Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει την Αποστολική Παράδοση και την Εκκλησιαστική Παράδοση, είναι η δεύτερη πηγή της Ορθοδόξου πίστεως. Σαν επίλογος και επισφράγιση τρόπον τινά της Ιερής Παραδόσεως τέθηκαν από την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο οι εξής λόγοι: «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξε».
Την Ιερή αυτή Παράδοση, έτσι όπως διαμορφώθηκε οριστικά και τελικά και έκλεισε με την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ως πηγή της διδασκαλίας της γνήσια και ισόκυρη της Αγίας Γραφής. Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι οι μεν Προτεστάντες έχουν απορρίψει τελείως την Ιερή Παράδοση και αρκούνται μόνο στην Αγία Γραφή. Και επειδή δεν έχουν ως οδηγό της ερμηνείας της Αγίας Γραφής την Ιερή Παράδοση, έχουν περιπέσει σε πλήθος κακοδοξιών και είναι διηρημένοι σε εκατοντάδες κοινοτήτων και παραφυάδων. Οι δε Ρωμαιοκαθολικοί (Παπικοί) και μετά την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο πρόσθεσαν νέα δόγματα, τα οποία ή είναι σαφώς αντίθετα προς την Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση (όπως είναι το δόγμα τους ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «και εκ του Υιού», το περίφημο filioque), ή δεν μαρτυρούνται και δεν στηρίζονται ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην Ιερή Παράδοση των οκτώ πρώτων αιώνων.
Μόνο λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τις δύο αυτές θείες και ουράνιες πηγές της διδασκαλίας της, την Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση. Και η μεν Αγία Γραφή είναι γνωστή σε όλους. Της δε Ιερής Παράδοσης συντομότατη και περιληπτική έκθεση είναι το ιερό Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω».
Πηγή
